United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφώναξε κ ο υ ά, κ ο υ ά ! και όλα της τα παιδιά έπεσαν κατόπιν της και εβούτησαν, αλλ' αμέσως αι κεφαλαί των ανέβησαν πάλιν επάνω από το νερόν, τα δε ποδάρια των εκινούντο μόνα των, και εκολυμβούσαν όλα περίφημα. Το άσχημον παπί έπεσε και εκείνο εις το νερόν και εκολυμβούσε με τα άλλα παιδιά της πάπιας. — Δεν είναι κουρκάκι, είπεν η πάπια.

Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.

Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του αγίου και ευλογούσεν η χειρ τους προσφιλείς του ναυτίλους, και ότι συχνά μετέβαλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον.

Διότι, εν ώ κατοικούμεν εις κάποιον βαθουλόν μέρος της γης, νομίζομεν ότι κατοικούμεν επάνω εις αυτήν, και ονομάζομεν ουρανόν τον αέρα, ωσάν να ήτο αυτός ουρανός και τα άστρα να εκινούντο διά μέσου τούτου· η αιτία δε οπού γίνεται τούτο είναι ότι ημείς ένεκα αδυναμίας και ένεκα βάρους δεν είμεθα ικανοί να διαπεράσωμεν τον αέρα και να φθάσωμεν εις το επάνω επάνω μέρος του.

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

Η κίνησις εδώ ήτο τόσον ζωηρά και τόσος ο θόρυβος, ώστε τα έχασεν εντελώς ο Μανώλης, ούτινος αι γεωγραφικαί γνώσεις ήσαν τόσον περιωρισμέναι, ώστε δεν εγνώριζε πολλά μέρη του χωριού και μεταξύ αυτών το Τσαρσί, αλλ' είχε μίαν αόριστον ιδέαν ότι εκεί ήσαν τα θαυμάσια του αγνώστου πολιτισμού, τον οποίον περιελάμβανε μία άλλη ιδέα, ακόμη περισσότερον αόριστος και περισσότερον θαυμασία, η «χώρα». Τόσον δε ήτο παρασκευασμένος υπό της φαντασίας του να ίδη καταπληκτικά πράγματα, ώστε όλα του εφαίνοντο μεγάλα και θαυμάσια· και οι εκατόν ή το πολύ διακόσιοι άνθρωποι, οίτινες εκινούντο εις τον χώρον εκείνον, του έκαμαν εντύπωσιν χιλιάδων.

Παρέστησε δε ο Όμηρος τον Οδυσσέα θαυμάζοντα προ πάντων την ζωηρότητα με την οποίαν εκινούντο οι πόδες των εις τον χορόν. Αλλά και εις την Θεσσαλίαν τόσον εξετιμήθη η άσκησις του χορού, ώστε οι κάτοικοι απεκάλουν τους άρχοντας και τους αρχηγούς των προορχηστήρας. Τούτο δε φαίνεται εις τας επιγραφάς των ανδριάντων, οίτινες εστήνοντο εις τους ανδραγαθούντας.

Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων. Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον.

Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη. Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της. Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγεΠαρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος.

Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας.