United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εσιώπα κατόπιν σιγήν μακράν και νεκρικήν, γυρμένη από το ένα πλευρόν εις το προσκέφαλόν της, παρά την εστίαν, και βλέπουσα ατενώς προς έν σημείον της οροφής, ως εν θεωρία μυστική των ησυχαστών της αρχαίας Λιβύης.

Αλλά την δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την στιγμήν εκείνην.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως την χείρα ως αν έλεγε: τετέλεσται! Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο χείρας.

Πάντοτε νέον! ενώ ημάς κατέφθασεν ήδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισε παραλύον των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά βαδίζομεν όμως, και βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, προς το φωσφορίζον είδωλον ατενώς εστραμμένοι.

Φύλαττε τον νουν σου και την καρδίαν σου άσπιλον, και μη συλλάβης μεμολυσμένην φαντασίαν, ήτις θα κάμη την σάρκα σου να ασπαίρη εκ της επιθυμίας. &Κουινόν εξ σαγγούιμπους νέκουε ας βολουντάτε κάρνις νάτι σουντ.& Η Καρμήλη εθεώρει ατενώς την Αϊμάν. Αλλ' αύτη δεν έδειξεν επί της όψεως ουδέν σημείον ότι είχεν εννοήσει τους λόγους της μοναχής. Εν τούτοις αύτη εξηκολούθησε να λέγη αναλυτικώτερον·

Και ευχαριστούντο γύρω-γύρω οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον.

Έπειτα δεν γνωρίζω πώς μου προσεκολλήθη το γένος των σοφιστών, το οποίον ούτε ησπάζετο κατά βάθος την διδασκαλίαν μου, αλλ' ούτε και εντελώς την απέκρουεν, αλλ' όπως το γένος των Ιπποκενταύρων απετέλουν κάτι τι σύνθετον και μικτόν, μεταξύ αγυρτείας και φιλοσοφίας πλανώμενον, ούτε εις την άγνοιαν τελείως προσκολλώμενον, ούτε προς εμέ δυνάμενον να βλέπη ατενώς• αλλ' όπως οι ασθενείς την όρασιν, έβλεπον ασαφές και σκοτεινόν τι φάντασμα ή ενίοτε μόνον την σκιάν μου, και εν τοσούτω ενόμιζον ότι ενόουν τα πάντα ακριβώς.

Τοιούτον όρος εφύτευε προ των ποδών του ταλαίπωρου Γύφτου ο μεγαλορρήμων εκείνος άνθρωπος. Ο δυστυχής Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αναρριχηθή επ' αυτού. Μετ' ολίγας στιγμάς ο ξένος είχε πραϋνθή και ταπεινώσας τον τόνον ήρχισε να λέγη·Δεν πειράζει, φίλε μου, αν δεν εννοής. Επειτα είνε και περιττόν να εννοήσης. Αρκεί να συνεννοηθώμεν εις όσον το κατά σε. Ο Γύφτος εθεώρει ατενώς.

Η Αϊμά είδεν εκ του κήπου τους δυο οδοιπόρους, και έμενεν εμβλέπουσα ατενώς προς αυτούς. Ο πεζός θεράπων διηυθύνθη προς την καλύβην. Πλησιάσας, εχαιρέτισε τους δύο συζύγους. Η Αϊμά παρετήρει προσεκτικώς, και έλεγε καθ' εαυτήν ότι κάπου είχεν ιδή τον άνθρωπον τούτον. Του άλλου, όστις είχε καταβή εκ του ίππου, οι χαρακτήρες του δεν διεκρίνοντο καλώς. Ήτο ήδη εσπερινή αμφιλύκη.