Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Τον ενθυμούντο όλοι, όταν ήσαν παιδιά εις το δημοτικόν σχολείον, και εις την πρώτην του ελληνικού· διότι ως εκεί επήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου. Δεν υπήρχεν όνειδος και χλεύη, δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα.
Αδιάντροπος, αφού μεθυσμένος από τον έρωτα της νεόνυμφης δέσποινάς του, χτυπά, κατάμουτρα τη μητέρα του, αραδιάζοντας το περίφημο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Μεμιδώφ με μια κακία ανάξια πάντα ενός παιδιού, όσο κι αν της έπρεπε το μάθημα που δίνει της μητέρας του.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θέλω να παντρέψω την κόρη μου με το γυιό του Μεγάλου Τούρκου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Με το γυιό του Μεγάλου Τούρκου; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν έχω ανάγκη από δραγουμάνους εγώ· θα του πω κατάμουτρα πως δεν είναι γι' αυτόν η κόρη μου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σωπάσης επί τέλους; ΔΟΡΑΝΤ Πώς, κυρία Ζουρνταίν; Διώχνετε μια τέτοια τύχη; Δε δέχεσθε για γαμπρό σας την αυτού Τουρκικήν υψηλότητα;
Την έπαιρνε κατάμουτρα την προσβολή. Του διαβόλου ο γιος! Έμαθε πέντε γράμματα και θαρρεί πως έγινε σοφός! Μωρέ καλά το λένε πως η Αθήνα έγινε για καταστροφή του τόπου! Στέλνουν τα παιδιά τους να ξεστραβωθούν κ' εκείνα δίνουν την ψυχή τους στο Σατανά!
Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί. Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης. Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει.
Και ενθουσιασθείς, διότι πρώτην φοράν έβλεπε γελαστόν το ωραίον εκείνο προσωπάκι, ώρμησε και με τεράστιον άλμα ανέβη εις το υψηλόν πεζούλι επί του οποίου εστέκετο η Μαργή. Αλλ' αυτή προλαβούσα, εισήλθε και του έκλεισε κατάμουτρα την θύραν. Ο Σαϊτονικολής εμάνθανε τους άθλους του υιού του, αλλ' εδείκνυεν αδιαφορίαν και επανελάμβανε: — Να του περάση θέλει.
Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του. — Άτιμε! ταρτούφο!.... θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε. Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα.
Η ειρήνη φαίνετο πλέον βεβαία εντός της αυλής. Πλην αμέσως, την άλλην ημέραν, η Γιάνναινα κ' η κόρη της, η Μήτραινα, η Κατερνιώ, όλαι ευρούσαι ως πρόφασιν το σκούπισμα της αυλής, το λάλημα των πετεινών, ή ό,τι δήποτε, ήρχισαν πάλιν σφοδροτάτην καταφοράν εναντίον της ξένης. Ποτέ αυτή δεν ήκουσε τ' όνομά της. Όλα τα παρεγκώμια, όσα δεν υπήρχον εις κανέν εκδεδομένον λεξικόν, της έρριπτον κατάμουτρα.
Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.
Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν