Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αυτή τη νύκτατρέμω να το πωτην κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα!

Ενώ δ' ενησχολείτο εις τούτο εξηκολούθει, ηρεθισμένη κάπως, σφοδράν ομιλίαν μετά του ανδρός της, ο οποίος παρά την θύραν ιστάμενος, έρραπτε την άκραν σάκκου εκ χονδροπάνου κ' εψιθύριζε χωρίς να υψώση την κεφαλήν από της εργασίας του, ωσεί εις εαυτόν αποτεινόμενος: — Πήγαινε, μωρή και σήμερα· βλέπεις πως θα πάω ν' αλέσω!. .

Νά τα! εψιθύριζε και η Κρατήρα σωρεύουσα πολλά φλέσσουρα εις την πυράν, ξηρά προσανάμματα. — Ένα μπόι, Κρατήρα! επανέλαβεν ο μπάρμπα-Σταύρος, χαρμοσύνως θεωρών το πάλλευκον χρώμα της χιόνος. — Νά τα! Νά τα! είπε πάλιν η Κρατήρα, γυνή υψηλού αναστήματος, μελάγχρους και χαρίεσσα, με ωραίους μαύρους μεγάλους οφθαλμούς και καστανήν κόμην.

Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του.

Πλην της αναμνήσεως, ήτις έλαμπεν ως λύχνος ανημμένος εν τη συνειδήσει, υπήρχον και άλλαι ενδόμυχοι νύξεις, υπήρχε φωνή τις ήτις εψιθύριζε λίαν ηρέμα, ώστε να μη ανατέλλη μηδεμία κακή εντύπωσις επί του προσώπου της κόρης, αλλ' αρκούντως μεγαλοφώνως ώστε ν' ακούηται υπό της καρδίας αυτής, υπήρχε φωνή ψελλίζουσα ότι δεν ήτο η Αϊμά γνησία κόρη της οικογενείας εκείνης.

Το δε επιτροπιλήκι εξ όλων των αρχών είνε η μόνη αρχή, την οποίαν διά να αποκτήση τις όχι μόνον δεν δίδει λεπτά, αλλά και πέρνει, αφού την αποκτήση. Εγελούσεν από κάτω από τον ψαρά μουστάκια του. — Τι τάθελες αυτά, κυρ-δήμαρχε! Εψιθύριζε κατ' αρχάς, αποφεύγων τάχα. Και όμως επεθύμει ο αγαθός τιμήν, και μάλιστα ανέξοδον τιμήν.

Είχε φθάση εις το απροχώρητον. Τα πάντα είχον παραδοθή, θυσιασθή, εις την απληστίαν της Κίρκης, της οποίας η δίψα ήτο αναλλοιώτως ακμαία! — Θέλω! έλεγεν η Κίρκη. — Οίκτον! εψιθύριζε το θύμα· τίποτε δεν απέμεινε πλέον . . . — Μένω εγώ! Και το άτονον βλέμμα του θύματος εζωογονήθη. — Ναι, εψιθύρισε· πρόσταξε! Εκείνη διετύπωσε την θέλησίν της, θέλησιν Αρπυίας!

Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι. Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.

Είδε η Ρώσσα τας πολλάς εκείνας διαχύσεις, και την καρδιά της άρχισε η ζήλεια να κεντά, και λέξεις εψιθύριζε θυμού κι' αγρίας λύσσης, αν κατά τύχη μ' έβλεπε 'στη Συριανή κοντά. Αλλά μια 'μέρα και αυτή αληθινά θυμόνει, και μόλις εις το χέρι της εσίμωσα τα χείλη, 'ξετίναξε 'στη ράχη μου της σκούπας της τη σκόνη, τουτέστι ευληπτότερον, μ' εξύλισεν η φίλη.

Δύο κρανία γυμνά, τα οποία ευρέθησαν εκεί ως παραπεταμένα, ίσως διότι δεν ηξιώθησαν εντίμου ανακομιδής και τριτοετούς μνημοσύνου, κατεσυνετρίβησαν από την χάλαζαν των πληγών, όσας υπέστησαν από τας εξαγριωθείσας κνήμας. Η θεια-Συνοδιά, βλέπουσα το παράδοξον θέαμα, εδοκίμαζε να κάμη τον σταυρόν της κ' εψιθύριζε: Κύριε ελέησον!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν