Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Και η Βγένα η καπετάνισσα, υψηλή ως ήτο, το κατεβίβασεν ευκόλως με την χειρ της, και ήρχισε να σημαίνη εντρόμως και παλμικώς, σύμφωνα με τους τρομώδεις παλμούς της ταραχθείσης εκ του φόβου καρδίας της. Και συνάμα εψιθύριζε παραπονουμένη: — Του είπα του βλοημένου. Κάτσε καπετάν Βγενιέ. Δεν μ' αρέσει ο καιρός. Θα ποδίσης και θα υποφέρης. Κάτσε. Ο βλοημένος δεν μ' άκουσε.

Ήνοιγε από καιρού εις καιρόν τα μάτια, ησθάνετο ότι είνε πλησίον του η αδελφή. — Μπέλλα, εψιθύρισε μίαν φοράν, δε θέλω ν' αγρυπνάς και να κουράζεσαι· άμε . . . Και έδιδε εις την φωνήν του τονον θυμωμένου. Εκείνο όμως που τον επείραζε πολύ ήτο η απουσία του γαμβρού του. Ησθάνετο το τέλος εγγίζον και συχνά εψιθύριζε, ερωτών αν ήλθεν ο Καραγιάννης. — Ήθελα να τον ήβλεπα.

Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιοντας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιοςκάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή.

Άκουε τους θαυμασμούς των σοφών και πίστευε πως δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να αναμπαίξουν τον ξεπεσμό τους. — Τι γλυκειά, τι χαριτωμένη, τι συμπαθητική, κόρη! εψιθύριζε ο Αλαμάνος, μη θέλοντας να σηκώση τα μάτια του από τον κήπο. — Και ποια είνε; ποια είνε, κύριε Αριστόδημε; γύρισε και τον ρώτησε ο Γκενεβέζος. — Μια του χωριού· απάντησε με περιφρόνηση· τη λεν' Ελπίδα.

Αλλά μία σκιά η οποία έπεσεν επάνω του ομού με μικράν πέτραν διέκοψε την σειράν των σκέψεών του και τον ηνάγκασε να στραφή προς τον ανηφοράν, εις το άνοιγμα του οποίου είδε πονηράν μορφήν παιδίου, το οποίον εψιθύριζε: — Πατούχα ... Πατούχα!

Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν.

Όχι, άλλη μητρυιά δεν εφέρθη ποτέ τόσον σκληρή εις τον πρόγονόν της!. . . Όντως εσκέπτετο η Μάρω θλιβομένη διά την απώλειαν του Γιάννου και διά την τόσην αδιαφορίαν της μητρός της. Περιέφερε το δακρυσμένον της βλέμμα εν τω δωματίω, άτονον ήδη και ηλίθιον και από καιρού εις καιρόν εψιθύριζε με παράπονον: — Πάει αυτός, πάει τόρα αυτός!. . .

Εις το μεταξύ ο Ορέστης τρέχων μέσα εις την πόλιν εψιθύριζε εις το αυτί του καθενός λόγια εχθρικά εναντίον μας «Βλέπετε αυτόν που γυρίζει τα ιερά του θεού, τα γεμάτα χρυσάφι και θησαυρούς; Είναι δευτέρα φορά που έρχεται, με τον ίδιον σκοπόν που ήλθε και άλλοτε εδώ, να κλέψη δηλαδή τον ναόν του θεού». Η κακή φήμη πλέον εσκορπίζετο εις όλην την πόλιν, οι άρχοντες εμαζεύοντο διά να αποφασίσουν και προ πάντων εκείνοι, που έχουν την φροντίδα να φυλάττουν τα χρήματα του θεού, και φρουράν έβαλαν εις τα περιστύλια.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν