United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι ανάγκη τους έχω; Όταν πεινώ εγώ, δεν μου δίδει κανείς να φάω. Εγώ κυτάζω τη δουλειά μου. — Δηλαδή το δερβισιλίκι; Τώρα καραγκιόζη δεν έχει. — Κάνω δουλειές του ποδαριού. — Ένας παλληκαράς σαν εσένα δεν μπορεί να μείνη έξω από την εκλογικήν κίνησιν. — Με ζητούν κι' από το ένα κόμμα κι' από το άλλο, αλλά δεν αποφασίζω. Φοβούμαι μη βρω κανένα μπελλά. — Φοβάσαι να μη σκοτώσης κανένα, αι;

Αλλά και δεν έλειπε, κάθε φορά που ήρχετο η «Μπέλλα», να ζητή από τον γαμβρόν του όσα του ώφειλε, την διαφοράν του λογαριασμού των και μάλιστα με θυμόν, ενώ ο γαμβρός του εγελούσε. Αλλά ο καιρός έφευγε και μαζή μ' αυτόν έφευγε και ο Αντωνέλλος. Κ' έβλεπες ένα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο όμως πάντοτε.

Η Μπέλλα η αδελφή του και το καράβι ήσαν τα μόνα του ιδανικά, η μόνη του χαρά, ο κόσμος όλος! Και η αδελφή του όμως δεν τον αγαπούσε ολιγώτερον και σήμερον ενθυμούνται την μικράν Μπέλλαν, όταν ο αδελφός έλειπε στα ξένα, να καταβαίνη εις το παράλιον με καμμιάν φιληνάδα της και εις την άμμον επάνω, ή επί βράχου, να τραγουδή, όταν έβλεπε καράβι να διαβαίνη.

Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του·Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.

Φοβουμένη τας υπονοίας και την κακολογίαν την οποίαν ήτο ενδεχόμενον να κινήσουν αι συχναί της συναντήσεις και τα κρυφομιλήματα με τον Μανώλην, έλεγε δυσανασχετούσα τάχα, οσάκις την έβλεπαν να χωρίζεται απ' αυτόν: — Δεν ακούει, δεν ακούει ... Απελπισία είνε μαυτόν τον άνθρωπο. Εμάλιασ' η γλώσσα μου να του λέω πως του κάκου πολεμά, μ' αυτός το χαβά του. Είντα να γενώ μ' αυτό το μπελλά δεν κατέω.

Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.

Ήτο δεκαπέντε ετών ο Αντωνέλλος όταν εγεννήθη η Μπέλλα η αδελφή του, όταν δε ολίγον κατόπιν απέθαναν οι γονείς των, αυτός ήτο διά την μικράν και πατέρας και μητέρα και αδελφός, τόσον οπού η χαδεμένη η μικρούλα δεν εννόησε καμμίαν στέρησιν. Η αγκάλη του Αντωνέλλου ήτο το παν δι' αυτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμήν κλειστός απ' όλα τα μέρη, απρόσιτος εις τους ανέμους, ασφάλεια τελεία!

Δεν είνε δουλειά σου ν' ανακατώνεσαι! λένε ψέμματα· εγώ δεν αγαπώ, δεν αγάπησα κανένα. Η Μπέλλα εδάκρυσε και ο Αντωνέλλος ετράπη εις φυγήν. Ο Αντωνέλλος εδόθη με πλειότερον ζήλον εις την εργασίαν, ήτο δε η ψυχή του πλοίου, το οποίον, μετά το συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» προς τιμήν της αδελφής. Μόνον ο χαρακτήρ του ηλλοιώθη επί το χείρον.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Ο παληόκοσμος όμως δεν κρατείται· η Μπέλλα τα έμαθε όλα και η ευτυχία, την οποίαν της είχε φέρη το λαμπρόν συνοικέσιον, ωσάν να εσκιάσθη κατά τι . . . Και ούτε ημπόρεσε να κρατηθή ένα πρωί, που έτυχε μόνη με τον αδελφόν της, του τα είπε όλα και τον εμάλωσε με παράπονο.. Ο Αντωνέλλος κατεκοκκίνησε, και της είπε όσον εμπορούσε πιο θυμωμένα.