United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι Φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. Χου! χου! χου! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Παναγία μου! Τρελλάθηκε ο άντρας μου! Σέβας στον κύριο μαμαμούκο! Όπου κι' αν γυρίσω τα μάτια μου, όλο συμφορές βλέπω μπροστά μου. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα, κυρία μου· θα δήτε το διασκεδαστικότερο πράγμα που μπορεί να γίνη στον κόσμο.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Είς εξ αυτών λ. χ. είχε περάση τας χειρίδας καπότου εις τα πόδια του διά να φαίνεται τάχα ότι φορεί φράγκικα και υπεκρίνετο τον ιατρόν. Άλλος είχε κατασκευάση τεράστιον σαρίκι περί την κεφαλήν του, τρίτος δε είχε φορέση φουστάνια υποκρινόμενος την Ντελή Μαρίαν, μίαν μισότρελλην.

Ως τόσον το ποδάρι του ήλθεν έμπροσθέν μου, το οποίον ήτο τόσον χοντρόν, που μόλις το αγκάλιαζεν ένας άνδρας· εγώ τότε εδέθηκα καλά από το ποδάρι του Ροκ με το ζωνάρι και με το σαρίκι μου, με τον σκοπόν, ότι αύριον μέλλοντας να πετάξη εκείθεν το όρνεον εκείνο, ήθελε με βγάλει από εκείνο το νησί, και ήθελε με φέρει εις άλλον τόπον, καθώς και εσυνέβη.

Τα σαλβάρια του ήσαν από γαλάζια τσόχα, στο κεφάλι φορούσε σαρίκι άσπρο και στη μέση του είχε μπιστόλες και γιαταγάνι. Ο Μόχογλους ήτο, ως είπαμεν, ο Αγάς, δηλαδή ο τιμαριούχος του Μοχού και της περιοχής του.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι. Ο ΜΟΥΦΤΗΣ Δώστε, δώστε με ραβδί, μισοφέγγαρο να 'δη. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ, μετ' ολίγον Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Θεέ μου!

Και πόσο ανεπαρκώς το κάνει, ζητώντας να παραδεχτούμε το σαρίκι του Μαύρου ως σύμβολο της υψηλής λύσσας του Οθέλλου ή έναν κρονόληρο σε μια φουρτούνα ως την άγρια μανία του Ληρ! Κ' εν τούτοις φαίνεται σαν τίποτε να μη μπορή να το σταματήση.

Επί της κορυφής του ορθού ξύλου θέτει ένα ναυτικόν κούκκον, τον οποίον είχεν αφ' ου χρόνου εταξείδευε με τα ξένα πλοία εις Ιταλίαν και εις τον Αδρίαν. Διά να σταθή οπωσούν ο κούκκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του ως σαρίκι. — Είνε σωστό σκιάζουρο, εψιθύρισεν ο μπάρμπ’-Αλέξης.

Χου ! Κατά την διάρκειαν της δευτέρας ταύτης επικλήσεως, οι Τούρκοι κύπτουν και εγείρονται αλληλοδιαδόχως κράζοντες επίσης Χου! Χου! ΧουΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Όχι, όχι, όχι. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην είσαι πλάνος; ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Όχι, όχι, όχι. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Μην είσαι ψεύτης; Όχι, όχι, όχι. Μην είσαι πλάνος; Όχι, όχι, όχι. Δώστε του σαρίκι. Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι.

Εκ των γερόντων όμως ικανοί εφόρουν επί της κεφαλής «πετσέταν» λευκήν, ήτις μόνον κατά το δέσιμον διέφερεν από το σαρίκι. Ο Μανώλης μάλιστα ενθυμείτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, την οποίαν είχε παρατηρήσει εις την εκκλησίαν. Κάμποσοι εκ των γεροντοτέρων τούτων είχον, όπως και εκ των Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην την κεφαλήν, αφίνοντες εις την κορυφήν μικρόν θύσανον.