United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σουΑλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.

Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή. — Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

Όθεν την διωρισμένην ημέραν όλοι οι άρχοντες του παλατίου με εσυντρόφευσαν με μεγάλην προπομπήν έως εις το πλοίον και, εκεί αποχαιρετηθέντες, εμισεύσαμεν την ερχομένην ημέραν με επιτηδειότατον αέρα, και με σκοπόν να γυρίσω αγλήγωρα και ασφαλώς εις Βαβυλώνα.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.

Τώρα καιρός είνε να σου σηκώσω το βάρος, παπά μου. Θα γυρίσω στο νησί! είπε. — Τι να κάνης στο νησί; τη ρώτησε φλομωμένος ο παπάς. — Αυτό το ξέρω εγώ και η Μοίρα μου! είπε η Ταρσίτσα καταπίνοντας τα δάκρυά της. Είνε κι' άλλες απελπισμένες, με τη μαύρη τη μανδήλα, στην Υπαπαντή. Σηκώθηκε και τράβηξε στην κάμαρή της, κρατώντας τον τοίχο να μην πέση.

Της είπα τι φόβο είχα να ξαναγυρίσω εκεί και ναρχίσω την καθημερινή εργασία τώρα που ήξερα πως η κρυστάλλινη φωνή του δε θα με προσδεχότανε και δε θα κρυβότανε ο μικρός να με περιμένη να γυρίσω. Όλα αυτά της τα είπα κ' αιστάνθηκα πόσο ησυχότερη έγινε κει που ακκουμπούσε στο στήθος μου. Είμουνα ευτυχισμένος με τη συναίστηση πως μπορούσαμε ακόμα να αιστανόμαστε απαράλλαχτα κ' οι δυο.

ΤΡΥΦ. Μα την Αφροδίτην δεν θαρχόμουνα, αν ήξερα ότι μ' επήρες μ' αυτόν τον σκοπόν, διά να πεισμώσης άλλην και μάλιστα ένα σαράβαλο σαν το Φιλημάτιον. Αλλά φεύγω, γιατί ξημερόνει• έχει λαλήση τρεις φορές ο πετεινός. ΧΑΡΜ. Μη φεύγης τόσο γρήγορα, Τρύφαινα• διότι αν είνε αληθινά αυτά που λες για το Φιλημάτιον, η περρούκα, το βάψιμον και το παρδαλό της δέρμα, ούτε θα γυρίσω πειά να την κυτάξω.

Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.

Λέγοντας έτσι εκίνησαν μαζί με τον Κουλούφ διά να πηγαίνουν. Φθάνοντας δε εμπρός εις ένα μετζίτι, η γραία του λέγει· καρτέρει με εδώ, ω αυθέντη, έως να γυρίσω.

Τόσο μόνο εννοώ, πως αυτόν το χειμώνα, που σε κάθε ανάμνηση που μου άφησε ούτε θέλω ούτε μπορώ να γυρίσω, η ευτυχία μου είτανε στο πως βρήκα στο τέλος κάτι, που θα βοηθούσε, όπως πίστευα, στη σωτηρία της γυναίκας μου. Τι ευτυχία είταν εκείνη!