Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά. Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο. — Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζη, μόνο ας τον αφήση μονάχο ώσπου νάρθη κι ο νοικοκύρης. Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάση να ξεδιαλύνη αν τόνομα του χωριού είνε κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.

Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ. Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο. Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή. — Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών. — Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή. — Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.

Πολλά τα έτη στόνομά σας, απολογιέται ο χωριανός. — Βλέπεις; δε σου τόλεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης. «Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ' έξεστί μοι». — Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός. — Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν