Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Πάρε μαζί σου και την φτωχή γειτόνισά μας την Λελούδα, επειδή και είνε κι' αυτή ανέβγαλτη, και δεν έχει άλλη παρηγοριά από σένα, που θα είνε μοναξιά, να πάτε ν' ανάψετε τα καντήλια, να σεργιανήσετε κι' όλας. — Άκουσε να σου πω, νάχω και το συμπάθειο, Κουμπή, απήντησε το Σεραϊνώ. Η Λελούδα είνε, όπως είπες, ανέβγαλτη, και τώρα είν' εδώ η αρμάδα.

Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.

Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια, με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό. Δεν ήξερε τι να πη.

Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του. —Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!...

Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ' εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . . σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.

Σαν παιδί του σε είχε κι' είνε αγνωμοσύνημε συμπάθειοβρυσές τέτοιες να του σωριάζης! Χρυσές θα πέρναγες πλάι του μέρες. Το θέαμα θάνε ωραίο, μα τον Απόλλωνα. Σώσου από την καταστροφή. Αν η Θρησκεία σου προορισμένη είνε για να ζήση, η θυσία σου τίποτε δεν θα της προσθέση. Και να σου πω, χωρίς να σε ντραπώ: Όλες η θρησκείεςάκου και μη θυμώνης να της φασκελώνης είνε. Στάσου.

Εκεί όμως ξηγήθηκαν τα πράματα κι' ο Καραϊσκάκης, αφού κατάλαβε το λάθος του, ζήτησε συμπάθειο από το Μπούσγο και δακρυσμένος τον φίλησε. 'Σ το Δίστομο, πριν γίνη ο περίφημος πόλεμος, ήταν με το σώμα του Καραϊσκάκη ένας στρατιώτης, που κανείς δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του.

Πάρε πρώτη τη δική μας. Ξέρεις, τόσο η Θεές μας όσο κι' οι Θεοί μας, όλοι τους είνε κλέφτες και φονηάδες. Άλλες πόρνες, άλλοιμε συμπάθειοκερατάδες κι' ό,τι άλλο θες. Και τη δική σας την τρανή την πίστι, ένας ναύκληρος απ' τη Συρία μούπε, πως την εκήρυξε μια που την λέγανε Μαγδαληνή, περίφημη για της παραλυσίες της κυρία.

Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της «Παιδείας». Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κ' οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις...» Με το συμπάθειο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κ' έν' άλλο, πως κάποια απελέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ' αυτήνα που άκουσα δω μέσα.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν