United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι από τα όρη μερικά τώρα μεν έχουν τροφήν μόνον διά μελίσσας, δεν είναι δε πολύς καιρός, που εκόπησαν από εκεί ξύλα διά τας μεγαλυτέρας οικοδομάς, των οποίων ακόμη τώρα σώζονται στέγαι αβλαβείς.

Τα τείχη του πύργου είχον σχασθή άνωθεν έως κάτω, ως υπό κεραυνού· πολλά δωμάτια ήσαν ακατοίκητα, πολλαί θύραι άνευ φύλλων, πολλά παράθυρα άνευ θριγκών, ταλαντευόμενα πενθίμως εις το κενόν. Το σαράκι υπέσκαπτε νυχθημερόν τα ξύλα του, οι ποντικοί τα θεμέλιά του, η βροχή τα κονιάματά του. Ολόκληρος ο πύργος ήτο σιωπηλός και ψυχρός· έκλινεν εις την φθοράν, όπως παν ό,τι αφεθή εις την τύχην του.

Κι' όλα αφού σώρεψαν παντού τα ξύλα, αφτού καθίζουν και μένουν όλοι αχώριστοι. Κι' ο Αχιλιάς τότ' όλους τους πολεμόψητους εκεί προστάζει Μυρμιδόνες ν' αρματωθούν και τ' άλογα να ζέψουνε στ' αμάξια. 130 Πρόθυμοι αφτοί σηκώνουνται και ζώνουν τ' άρματά τους, κι' όλοι στ' αμάξιακι' οδηγοί και μαχητάδεςμπαίνουν.

Έβαλα ολίγην δύναμιν, και επιάσθην από κάποια ξύλα και κλωνάρια δένδρων, που η φύσις εφάνη να τα ετοίμασεν επί ταυτού διά να με βοηθήσουν· και μη δυνάμενος να περιπατήσω, έχοντας όλον μου το σώμα καταδαρμένον από την θάλασσαν, έπεσα επάνω εις την άμμον ημιθανής και έμεινα εκεί ακίνητος έως που ανέτειλεν ο ήλιος· αλλ' η θερμότης της άμμου μου έφερεν ολίγον ύπνον έως δύο τρεις ώρας.

Την στέγην υπεβάσταζον χονδρά μεσοδόκια, διασταυρούμενα με δοκίδας και δοκάρια από ξύλα κέδρων και κυπαρίσσων, το οποία, όπως ήσαν ακατέργαστα και μόλις αποφλοιωμένα, διετήρουν ακόμη και διέχυνον το άρωμά των.

Τρέξε, σώσε μια ψυχή. Κράτα το μυστικό. Πάρε αυτό.» Η Καλίνα όμως έτρεμε στηριζόμενη στο δεμάτι της από ξύλα που απέναντι από τον κρεμεζί ήλιο της φαινόταν μαύρο σύννεφο. Δεν μπόρεσε έτσι ν’ απλώσει το χεράκι της και τα χρυσά νομίσματα που της έδινε εκείνη τη στιγμή ο Βαρόνος έπεσαν καταγής. Εκείνος εξαφανίστηκε.

Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή.

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια.

Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο 450 κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου, και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσανκαι τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας455 οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας· τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου, κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.

Ένα δεμάτι ξύλα να φέρνης, θα βγάλης το ψωμί σου. Δόξα σοι ο Θεός! Επαρηγόρει και η Θωμαή την μητέρα της. Αλλ' η Θωμαή δεν ηδύνατο να λησμονήση τον Λαλεμήτρον, αν και ολόκληρος τριετία είχε παρέλθει από της αναχωρήσεώς του. Τον ηγάπα τον αδιαφόρητον. Τώρα δε, εν τη εγκαταλείψει, περισσότερον κατενόησε τούτο και κατεκαίετο η καρδία της.