United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί· τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη· αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με, ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα. ΜΙΡ. Μ' αγαπάς;

«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου, την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη, 'που μου 'λθεν ολοφάνερητο θεϊκό τραπέζι. 420 κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα, να την κεντήση ογλήγοραεμάς ο επιστάτης• και άλλοςτου μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο, να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση• και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425 του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση. σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτετο παλάτι η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν• καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».

Έπρεπετώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της». 14 Δεκεμβρίου. «Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου!

Αφού επέρασεν ένας χρόνος που έκαμα το έργον του ξυλά, μίαν ημέραν περπατώντας μέσα εις τα βάθη του δάσους βλέπω μίαν κρικέλαν σιδηράν κατά γης εις τα φύλλα των δένδρων, και σκύπτοντας να την πάρω βλέπω πόρταν σιδερένιαν σκεπασμένην με φύλλα· ευθύς εσήκωσα την θύραν, και ιδού βλέπω μίαν σκάλαν· και κατεβαίνοντας έως κάτω ευρίσκω ένα παλάτι φωτεινόν και μεγαλοπρεπές, οικοδομημένον με λευκότατον μάρμαρον.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

Χίλιες φορές δρασκέλησεν από το ένα μέρος Και χίλιες ξεδρασκέλησεν αντίθετα από τ’ άλλο, Ξανάειπε χίλιες δυο φορές τα μαγικά της λόγια Και δυο χιλιάδες έφτυσε τριπλά πισόπλατά της, Κι’ όλο συμπούσε τη φωτιά κι’ όλο τη συδαυλούσε, Κι’ έρριχνε ξύλα απάνω της για να κρατούν τη φλόγα.

Όλοι εισήλθον ταυτοχρόνως εις το χωρίον και εκυρίευσαν τας πλειοτέρας οικίας, τας οποίας δεν εδύναντο να κατέχωσιν οι Έλληνες, ως όντες ολίγοι. Εφώρμησαν έπειτα και εις εκείνας, εις τας οποίας ήσαν κλεισμένοι οι Έλληνες, ώστε κατήντησαν εις μερικάς ν' αποσπώσι τα ξύλα της στέγης και να κρημνίζωσι τας κεραμίδας.

Εφώτιζε του Σωκράτη του Καλόγερου το χασάπικο δίπλα με την πυκνόφυλλη, κατάχλωρη μουριά μπροστά. Εφώτιζε τα χαμόσπιτα δώθε και κείθε· στις στέγωσες απάνω, στους ξεβαμένους τοίχους, στα μικρούτσικα παραθυράκια τους, στις φράχτες τις ξερές, στις στοιβανιές τα ξύλα. Επερίχυνε και τη φανταχτερή νυχτερινή συντροφιά της Μαρουσώς.

Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα Καταλονία. Ο πρωτομάστορης έβαλε κάτω όλα του τα σχέδια να το κάμη γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλήτερα ξύλα τους· οι μαστόροι και οι καλαφάτες όλη την τέχνη τους. Ο Βάραγγας εξόδεψεν αλύπητα το έχη του. Επούλησε και κάτι χωράφια που είχε προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους·εσυλλογίσθηκε.

Τι δε θάδινε να μπορούσε να το ειπή και τούτος! Τα πλούτη του, τη θέση του, τη ζωή του, την ψυχή που θα παραδώση στο Γιαραμπή. Όλα τα δίνει· μα δεν ωφελούν τίποτα. Πάει τ' ασλάνι πώδενε μια φορά με την ουρά του γη και θάλασσα. Τώρα ημέρεψε και δεν το ψηφά κανείς. Χίλιοι το πολεμούν μύριοι το μάχονται. Κρυφά και φανερά το πολεμούν. Με ξύλα, με λιθάρια, με σπαθιά και με βρόχια.