Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε. — Τι &είπανε&; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!
Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση.
Και όμως ήταν πεταγμένο στην κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να περάση αποκεί.
Με πάτημα γοργό. 1260 Τα διο θηρία τότε Με πόνου στενασμό, Ω τρέλα! λεν' ω γνώμη Χωρίς συλλογισμό! Μαλόσαμαν οι άθλιοι 1265 Σχεδόν ως τη σφαγή, Τοιμάζοντας και μόνον Της Αλουπούς φαγί. Γ έ ρ ο ς και Θ ά ν α τ ο ς. Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγγη, Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε, 1270 Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο, Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη.
Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα, και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα.
Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω, 790 πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι μαζέβουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι, κι' έτρεχαν δάκρια πύρινα στα μαγουλά τους κάτου.
Επήγαμεν λοιπόν εις το δάσος όπου ήτον ολίγον μακράν, και την πρώτην ημέραν έφερα αρκετά ξύλα εις τους ώμους μου, τα οποία επούλησα εις καλήν τιμήν.
« Κ' ένοιωθε τα σαράκια. » σ. 139 Σαράκι . Το γνωστόν έντομον το νύχτα και ημέραν εργαζόμενον και διά της επιμονής αυτού τρίβον αρχαία ξύλα ή οστά. Πάντες βεβαίως γινώσκουσι τον μονότονον και έρρυθμον τρυγμόν του ζωυφίου τούτου και την δυσάρεστον εντύπωσιν ην προξενεί ιδίως εν ώρα νυκτός. Σαράκι , μεταφορικώς κρυφία θλίψις φθείρουσα ηθικώς τον άνθρωπον. « Τώχω σαράκι 'ς την καρδιά. »
Τα ξύλα της εστίας αντί φλογών ανέδιδον μάλλον καπνόν, η δε Πηγή πνιγομένη ηναγκάζετο εκ διαλειμμάτων ν' αποσύρεται με τους οφθαλμούς υποδακρύοντας. Αλλ' εν τω μεταξύ έρριπτε και κανέν λαθραίον μειδίαμα προς τον Μανώλην.
Αφού δε ούτως εκυριεύθη η Αμφίπολις, οι Αθηναίοι περιήλθον εις μέγαν φόβον, διότι η πόλις ήτον άλλως εις αυτούς ωφέλιμος διά τα ναυπηγήσιμα αυτής ξύλα και την χρηματικήν πρόσοδον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν