Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Όπως πηδάει στη μάννα του το γίδι, έτσι κι ο Δάφνις τα χέρια κροταλίζοντας πήδησ' απ' τη χαρά του. Κι όπως η νύφη ντρέπεται, παρόμοια κι ο Δαμοίτας εζάρωσε κι ανάνοιωσε τη λύπη στην καρδιά του. Κι ο Δάφνις πρώτος στους βοσκούς εγίνηκε από τότε, κι άγουρος επαντρεύτηκε κ' επήρε τη Νεράιδα.
Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.
Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν του 'ς τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.
Χορός με σαράντα δίπλες, με σαράντα κύκλους δηλαδή. Ο σαραντάδιπλος χορός θεωρείται ως ιδανικός χορός, ως χορός, που δε μπορεί να γείνη μεγαλύτερος. Κατά το δημοτικό στίχο : «Γυρεύει από λαγό τυρί κι’ απ’ άγριο γίδι γάλα». Σημαίνει ο στίχος πράγμα πολύ δύσκολο, που μόνο η μεγάλη αγάπη μπορεί να κατορθώση.
Τούτος όμως είναι μικρός και άτριχος σαν γυναίκα και μελαψός σαν λύκος. Βόσκει τράγους και βρωμάει τρομερά. Είναι και φτωχός ώστε να μη μπορή να θρέψη μήτε σκυλί. Κι' αν, καθώς λένε, τον εβύζαξε και γίδα, δεν ξεχωρίζει καθόλου από γίδι. Αυτά και τέτοια είπε ο Δόρκωνας· κ' ύστερα ο Δάφνης τούτα: — Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία.
— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε. — Τι &είπανε&; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!
Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν