United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από κείνους τους Προεστούς που μιλούσαν τούρκικα, έτρωγαν και γλέντιζαν τούρκικα, μα φυλάγανε μερικά συστήματα καθάρια ρωμαίικα. Καλό μας έκαμαν αυτοί οι Προεστοί. Ήρχουνταν ώρες που ανασηκώνανε λίγο το βάρος των αδερφιών τους, γλυτώνανε μερικούς από φάλαγγα, από φυλακή, ή κι από χερότερα. Αγαπούσαν και να λογομαχούνε με τους αγάδες, πότε με τόνα «προνόμιό» τους, πότε με τάλλο.

Διατί λέγεις ήτανε; Μήπως απέθανε; — Ζη ακόμη, μόνον ασχήμισε, ενώ τότες ήρχουνταν από μακριά οι Συριανοί και συ μαζύ με τους άλλους, να κάμετε πρόγευμα εις το περιβόλι μου πολύ περισσότερο για τα ώμορφά της μάτια παρά για τα δικά μου ψάρια. Δεν εζούλευα, γιατί την ήξευρα φρόνιμη και πως χάνετε τον καιρό σας. Το μόνο της ελάττωμα, που πταίω κ'εγώ σ' αυτό, ήταν πως έκαμνε πολλά παιδιά.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

Έχει, βλέπεις, και τα πολιτικά της η πέτσα. Είναι κι αυτά βυζαντινή μας κληρονομιά. Αιώνες πρι να φανή ο δεύτερος ο Μωχαμέτης, γύριζαν οι μακαρίτηδες τα μάτια τους κατά τη Δύση, και τη ζητούσανε σαν ψωμί τη βοήθεια. Όλο ήρχουνταν η βοήθεια, κι' όλο δεν έφτανε.

Δεν πολυχρειάζονται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο. Δεν ξέρω πόσα χρόνια, και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάννα μου στο Σκολειό. Πρέπει να είμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόντευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθεμέρα την Ελένη.

Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα.

Ένα το χρόνο οκτώ χρόνια αραδειαστά και γυόμελα την ύστερη φορά. Και όσα περισσότερα έκαμνε τόσον εχαλούσεν η όψη της και το κορμί της και λιγοστεύανε όσοι ήρχουνταν να την καμαρώνουν και να καλοπλερώνουν τ' αυγά, τα μαρούλια, τα σύκα και το τυρί μας. Άλλο κακό ήταν πού ήρχισαν να ολιγοστεύουν τα ψάρια, αφού κατάντησαν στη Σύρα οι ψαράδες όσοι σχεδόν και οι δικηγόροι.

Κι' η πεθερά μου πρέπει να με δη μέσα δω, όπως μου αρέση κι όπως είμαι πάντα· εις την αλήθεια της καθημερινής μου ζωής. Τι αταξία αυτή είν' ωραία. Εσύ φρόντισε το νοικοκυρειό. Την τραπεζαρία. Το πυργάκι απάνω. Εκεί πήγαινε να βάλης τάξι. Δ ώ ρ α. Τέλος πάντων επροτιμούσα να μην ήρχουνταν αυτή η κυρία. Ά ν ν α. Κυρία! Έρχονται.... Σκηνή ΣΤ'. ο Κώστας, η κ. Μεμιδώφ, η Μαρία. Τι καλή που είσθε. Η κ.

Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω. Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου. Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο.

Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα. Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου. Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες.