Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Όσο για τον Τριστάνο, αφού σε τρεις ημέρες παράδινε τη Βασίλισσα στα χέρια του Βασιληά Μάρκου, στον Επικίνδυνο Πόρο, όφειλε ύστερα να περάση τη θάλασσα και να φύγη». «Θεέ! είπε ο Τριστάνος. Τι, πόνος να σε χάσω, φίλη! Είναι ανάγκη μολαταύτα, αφού μπορώ έτσι να σε γλυτώσω απ' όσα εξ αιτίας μου υπέφερες. Όταν θάρθη η στιγμή να χωριστούμε, θα σας χαρίσω ένα δώρο, εγγύησι της αγάπης μου.
Πάγος μονάχος το κορμί του! . . . Όνειρο μαύρο και φοβερό! . . . Τον ονειρεύτηκα πεθαμμένο τον Κωσταντή! . . . Κι ακόμα όνειρο βλέπω, και θαρρώ πως πεθαίνω τώρα και γω! . . Αχ, και να μπορούσα να ξυπνήσω και να γλυτώσω! Να δω τον ακριβό μου στο πλάγι μου και να λαφρωθώ, να ξαναξυπνήσω, να είμαι πάλι στον κόσμο! . . Ως τόσο να την η πόρτα μας! Να το τό σπίτι!
Και αλλάξας αποτόμως θέμα, εχώθη εις ένα πολιτικόν λαβύρινθον αδιέξοδον, εις τον οποίον με παρέσυρεν ακουσίως μου και από τον οποίον είδα κ' έπαθα να γλυτώσω. Ήτον πολύ αργά όταν εχωρίσθημεν. Τον απαντώ και τώρα ενίοτε, δεν έχωμεν όμως τας πρώτας στενές σχέσεις.
Μπας και μου τάμαθε ο παπούς τέτοια παραμύθια; Κ' έλεγα πως μ' αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ' αγαπά, για να γλυτώσω εγώ; Τέσσερεις. Να σκοτώσω κανέναν κ' έτσι να γλυτώσω. Πρέπει να πεθάνη ο μουσαφίρης. Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστή και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστή και το κεφάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο.
Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.
Χυμώ. — Τη νύχτα είναι πιο έφκολο το πράμα, πολύ πιο έφκολο να γίνη, γιατί δεν ακούω τη φωνή της, γιατί δε φαίνεται το πρόσωπό της. — Ψεφτιές πια δε θα μου πη. — Τρέχα, τρέχα εκεί απάνω. — Ποτές να μη γίνη τέτοιο πράμα. Όχι. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος. Να γλυτώσω. — Γρήγορα, γρήγορα, να μην ξυπνήση. Σφίγγε, Καρλή, δυνατά. Το χέρι μου στο λαιμό της. Σφίξε, να της στραγγουλίσης το λαιμό.
Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...
Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!
Σα δω τίποτις τέτοιο, καμαρώνω και λέω· «Μπράβο του! Να που ο τάδες έβγαλε κ' ένα καλό βιβλίο. Προτιμώ μάλιστα να βρέθηκε κανένας άλλος να το γράψη, κι ο ίδιος να γλυτώσω από τον κόπο.» Διά τας κυρίας — Και πώς την ευρήκατε την Αθήνα; — Όμορφη — όμορφη! — Τι σας ήρεσε περισσότερον; — Όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια. Μα δεν είναι κ' η Ακρόπολη; Αφτό πια θα έφτανε και μόνο του.
Εις τας διδασκαλίας σου σαν χάχας δεν χαζεύω, εγώ εκακογέρασα, εγώ γραφαίς μαζεύω, κι' από της γης τα βάσανα σε 'λίγο θα γλυτώσω, και άφησέ με, αδελφή, 'στό χάλι μου το τόσο. 'Πίσω μου έλα, Διάβολε... δεν θέλω συμβουλάς, ας μαρανθή καθώς εμέ κι' ο κόσμος κι' η Ελλάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν