United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΟΥΒΙΚ. Για πρόφασι λένε πως μεταχειριστήκανε την επανάστασι οι Φαρισαίοι και τον κατηγόρησαν. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μπας και την ανάστασι των πεθαμένων και του λόγου σου πιστεύεις, νεανία; ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μου είπαν, πώς πολλούς τους έπιασε η μανία της νέας πίστης και κρυφά το βράδυ τραβάν στα λατομεία να προσευχηθούν ομάδι. Οι ανωτέρωΆγιος Δημήτριος

Ο Μίμης κιτρίνισε, όπως το συνείθιζε άμα ταραζότανε, μάλιστα για κορίτσι: Μπας και τη λένε Λιόλια; είπε- Αυτό νακούγεται! η Λιόλια, η περίφημη!-πετάχτηκ’ ένας απ’ την παρέα. Ποιος μας τάλεγε τις προάλλες ; Τούρθε πολύ άσχημα του Μίμη. Τα θυμήθηκε όλα.

Να κρύφτουμαι, να φοβούμαι από το φως, να μη γυρέβω τον ήλιο; Και ποιος μπορεί να μου πη τίποτις; Μπας δεν είμαι τριάντα τεσσάρω χρονώ άντρας; Να γίνης εσύ γυναίκα μου, στον κόσμο μπροστά, να παντρεφτούμε, και να μη χαρή η γις όλη; Ποιoς άραγες μπορεί να μη χαρή; Θα πειραχτή μήπως κανένας; Γιατί να μην το πούμε κανενός; Είναι ζωή αφτή που τραβώ; Να χάνουμαι για σένα, κάθε ώρα να σε ζητώ, να θέλω πάντα μου τα μάτια σου και τη φωνή σου, από πάνω ως κάτω να σε λατρέβη η ψυχή μου, και κοντά μου να μην είσαι; Δεν πρέπει λοιπό να σ' αγαπώ; Κάτι, κάτι λόγο θάχης.

Ας τους λιγοστέψουμε τις ώρες της εργασίας όπως ζητάνε, ας τους κάνουμε και καμιά άλλη παραχώρηση, ας τους. . , Και καμιά άλλη παραχώρηση; Εσύ είσαι τρελός. Είσαι τρελός. Μπας και ήρθες εδώ, καταραμένε, για να μου καταστρέψης την περιουσία μου, να μου πάρης τα κόπια μου, και να τα σκορπίσης στον άνεμο : ΣΤΑΥΡΟΣ Ίσως αυτά που λέτε κόπια σας, να είναι πιο πολύ ξένα παρά δικά σας.

Και πόρτες λέω να βάλουμε μαστορικά δεμένες, που μέσα νάχει απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο. 340 Κι' απ' όξω ας σκάψουμε βαθύ χαντάκι ομπρός στους πύργους, που να μας σώζει το στρατό και τ' άλογα τριγύρω, μπας καμιάν ώρα ο πόλεμος βαρύνει των οχτρώνεΈτσι είπε, κι' είπαν μάλιστα οι βασιλιάδες όλοι.

Μπας και μου τάμαθε ο παπούς τέτοια παραμύθια; Κ' έλεγα πως μ' αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ' αγαπά, για να γλυτώσω εγώ; Τέσσερεις. Να σκοτώσω κανέναν κ' έτσι να γλυτώσω. Πρέπει να πεθάνη ο μουσαφίρης. Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστή και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστή και το κεφάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο.

Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά. — Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής; — Όχι, ξεμολογιέμαι. — Αι και τι; ξομολόγος είμαι; — Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις; — Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα.

Μη μπας και θα με διορίση εμένα σε θέσι, ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι' ο Αλικιάδης τους; — Ή ο Αβαρίδης κι' ο Γεροντιάδης; Έως εδώ ήτο η συνομιλία των πέντε εγκαρδιακών φίλων, όταν εισήλθε, διά τρίτην φοράν ήδη ο Μανώλης ο Πολύχρονος.

Και τι θα πη τούτο; και τι θα πη εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην είταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ' έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.