United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι! κι από το παράθυρο να σκύψω να διώ, δεν τα βλέπω πια τα δέντρα και τις πρασινάδες. Είναι νύχτα παντοτεινή για μένα. Αχ! τι καλός, τι ωραίος που είναι ο ήλιος! Δε θέλω! Δε θέλω! Κάτασπρο το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φαίνεται πως έτσι θα πεθάνω, χτυπώντας χτυπώντας η καρδιά μου, ώςπου να πιαστή η αναπνοή μου. Πιάνεται. Ο Χάρος με πλακώνει..Το κεφάλι μου θα γίνη φλόγα. Ναι, σαν είμουνα παιδί!

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιέ μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτη ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γω άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.

Μπας και μου τάμαθε ο παπούς τέτοια παραμύθια; Κ' έλεγα πως μ' αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ' αγαπά, για να γλυτώσω εγώ; Τέσσερεις. Να σκοτώσω κανέναν κ' έτσι να γλυτώσω. Πρέπει να πεθάνη ο μουσαφίρης. Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστή και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστή και το κεφάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο.

Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου, όταν ήτο μόνον επταέτις, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κ' έπεσε κατά κεφαλής, μέσα εις το νερόν. Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον εκεί να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιαστή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρισεν.

— Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη. — Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά. Αμέ ο παππάς ο Κρητικός; — Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.

Νους, γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- τριγκκκκ.....»

Θα είχε πιαστή ο ήλιος· δεν είν' έτσι, καπετάν Δημήτρη; είπεν ο Σμυρνιός. — Πρέπει. Κατέχω κεγώ; απήντησεν ο Καπετάνιος. Εντεύθεν λαβόντες αφορμήν, ωμίλησαν και περί άλλων τοιούτων φυσικών φαινομένων και του μεγάλου σεισμού, όστις προ ολίγων ετών είχε κατερειπώσει το Ηράκλειον.

Η μοίρα του, αυτή η στρίγλα κι η στραβομούτρα, αυτή είταν αφορμή σ' όλη τη δυστυχία του. Ε! τι να γίνη, πάλι, με το Θεό δε μπορεί να πιαστή κανείς. Ό, τι θέλη ο Μεγαλοδύναμος. Α! και νάκανε αρσενικό απόψε η φαμελιά του! θα ξανάνιωνε. Μπα και γύρεζε σε γούρι το καλωσόρισμά μου απόψε...

Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα, Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα, Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι, Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία, Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.

Και νάχη και την κακολογιά του κόσμου, νάχη και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρη ο ίδιος πώς να πιαστή και πού ναβρή άκρη.