United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Νους, γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- τριγκκκκ.....»

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι' εκεινού του ξένου.

Στη περίστασι εκείνης της ώρας Ο τρανός λαλητής μαζομένος, Νηστικός σε μιαν άκρα μουλλόνει. Κι' οχ την πείνα βαριά κιντυνεύει. Στη μεγάλη του αυτή στενοχώρια Στο Μυρμήγκι βιασμένος προστρέχει· Δείξου, φίλε, του λέγει, ευεργέτης Προς εμένα με μια καλοσύνη. Ανεπάντεχα κρύα μ' επήραν· Δεν ποτάζω, σπειρί να πορέψω. Πρόφτασέ με μ' ολίγο μειράδι Δανεικό οχ την πλούσια εισοδιά σου.