United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αγαπητικός της Καλάφ εις την θεωρίαν εκείνης της ηλιακής μορφής της βασιλοπούλας, αντίς να αποκριθή εις το αίνιγμα, έμεινε βουβός και ακίνητος. Όλον το Ντιβάνι ευθύς εμβήκεν εις ένα μεγάλον φόβον, επειδή και όλοι επιθυμούσαν την νίκην του Καλάφ. Ο ίδιος ο Βασιλεύς έγινεν αχνός ωσάν το κερί, και επίστευεν ότι ο Καλάφ θα ήτο εις κακήν στάσιν και έμελλε να χαθή.

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότηπαράδειγμα λαέ, να σου γενήπου τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.

Όποιος θελήση να μιλήση χωρίς να βάλη στη γλώσσα του καμιά μεταφορική εικόνα και προσπαθήση να δώση σε κάθε λέξη την ετυμολογική της και ξερή αξία, θα διή, αν το συλλογιστή καλά, που θαναγκαστή να μείνη βουβός όλη του τη ζωή. Η μεταφορά φαίνεται σ' όλα τα λόγια που θα πούμε, και στα πιο συνηθισμένα. Στη γλώσσα μας έχουμε λέξη διαβάζω , που σημαίνει περνώ . Στο μεσαιώνα έλεγαν ακόμη·

Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι' εκεινού του ξένου.

Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.

Και νιώθω εδώ στην άδεια σου μεριά τόσο τον τόπο γύρω ρημαγμένο, κάτι μέσα μου ως να είδα γκρεμισμένο, κάτι ακριβό σα να έχασα με μια. Και στον κομμένο τον κορμό καθίζω και σκύβω το κεφάλι θλιβερό· στον άδοξό σου θάνατο να βρω τραγούδι, ω ψηλό δέντρο, δεν πασχίζω. Άλλος που σ' έχει σαν εμέ αγαπήσει, ας σε κλάψη σα γίγαντα νεκρό· βουβός εγώ αποπάνω μου θωρώ τον ήλιο ως γέρνει ατάραχος να δύση.

Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας.

«Μη μου πικραίνεσαι, κ' είναι γραμμένο Μ' εμένα γρήγορα νανταμωθής, Τρέχα πολέμησε και σε προσμένωτο μνήμα μου άλυωτος όσο ναρθήςΞυπνά, αλαφιάζεται ο νους του ανάφτει Βουβός επέρασε μια λαγγαδιά. Βρίσκει έν' απόγωνο, το χώμα σκάφτει Τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.