Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε μωρά δεν εφασκιώσανε. ΜΑΝΝΑ. Μακάριες οι στείρες όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες, που τα χείλα κιτρινίζουνε. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Η καρδιά μου σαν κερί μέσα στα σωθικά μου λυώνει. . . 2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. Άκου, Λαέ, τα λόγια τα δικά μου, λέγει ο Κύριος. Όσοι δάκρυα θα σπείρουνε, την αγαλλίασι κατόπιν θα θερίσουνε.

Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό, ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο κι έξαφνα σβήνει μ' έναν κούφιο αχό, έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας κατά το πλήθος θλιβερή ματιά: «Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας, «στα στήθη κανενός γερή καρδιά; Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει, κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας; Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει, τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;

κι ενάντια σε κείνους να τη γυρίση που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός, την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήση σ' ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός. Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν, λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν: τα έργα τα τρανά και δυνατά.

Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος σ' ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός, αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός. «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότηπαράδειγμα λαέ, να σου γενήπου τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη νάρθη να σου μολύνη την ψυχή,

Ουαί υμίν Φαρισαίοι και Σαδουχαίοι, όφεις γεννήματα εχιδνών, ασκοί πλήρεις αέρος, κύμβαλα αλαλλάζοντα! Από την φωνήν είχεν αναγνωρίσει τον Ιωχανάν. Το όνομά του εκυκλοφόρει, ήρχισαν να τρέχουν και άλλοι. — Ουαί εις σε λαέ! ουαί υμίν προδόται του Ιούδα και μέθυσοι του Εφραίμ.

Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση: — Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο εμπρηστής είναι αυτός: Και έδειξε τον Νέρωνα. Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμίβογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή· για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα, για να κάμη τη χώρα σας τρανή. Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—; Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος. «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.

Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν με ψηλά το κεφάλι το ζητούν και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν, το αρπάζουν με βια απ όποιους το κρατούν. Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα· τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί; Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει, γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί, πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί. κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά, κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν: Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν