Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν' ανακουφίζη τας λύπας, τους καϋμούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Η γραία Αρετή απέθανε, και ο γυιός της ο Αλύπας την έθαψε «με τα χεράκιά του», ως ιερεύς και ως υιός, όπως αυτή ηυχήθη.
Και η Σμάλτω εγνώριζε πολύ καλά το αύλημα εκείνο· δεν ήτο δυνατόν άλλος να παίζη τοιαύτην φλογέραν· δεν ήξευρε κανείς άλλος να δίδη εις τους ήχους της τόσην ζωήν, τόσην δροσερότητα, ώστε να γεμίζη τον αέρα πέριξ από μυρία συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας!. . . Αυτά δεν τα γνωρίζουν όλοι, όπως δεν ψάλλουν και όλα τα πουλάκια με την φωνήν της αηδόνος.
Τούτο ήτο ένας από τους καϋμούς της γραίας, ότι έμελλε ν' αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς να επανίδη τον υιόν της και τον εγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του.
Το δοξάρι για το βαμπάκι της — βαμπάκι για φορεσιές κ' η κιθάρα για το τραγούδι — τραγούδι για καϋμούς, για πόθους και για έρωτες. Τους άλλους τοίχους τους στολίζανε ζωγραφιές παλιές μα ολοζώντανες, σα να έφυγε τώρα το κοντύλι από πάνω τους. Η μια έδειχνε την Αρετούσα στη φυλακή να βρέχη με τα δάκρυά της το δαχτυλίδι του Ρωτόκριτου.
Νύχτα ημέρα να παθαίνω, Μια στιγμη τ' αλησμονώ, Ότι να καλαντικρύσω Τα ματάκια που πονώ. Πάρτε, όσα, κι' αν θελήστε, Δάκρια, πάθια, στενασμούς, Ούτε έναν μην αφήστε Οχ τους δάρτες και καϋμούς. Λογαριάστε, και θα βρήτε Νούλλα όλα τα πικρά Αν τα βάλετε στο ζύγι, Και φιλήσω μια φορά. Μες τα γλυκά σου μάτια Ο έρως κατοικάει, Και τα κινήματά τους Ως θέλει διοικάει.
Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω. Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο! Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.
Βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι. — Τραγούδια αν έχ' η μαύρη γη, κι' ο τάφος χαμογέλοια. Έχει και του παιδιού η καρδιά, που περιπατεί τα ξένα. Τα ξένα έχουν καϋμούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος! 'Στά ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξι τα δέντρα. Και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δεν λάμπει ο ήλιος.
Εγνώριζεν η Σμάλτω ότι ο βοσκός δεν είχε πλέον μαζί του την φλογέραν να την παίξη όπως άλλοτε και γεμίση τον αέρα πέριξ από μύρια συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας και την συναρπάση. . . Την είχεν εδώ υπό τους πόδας της, ως να είχε την γλώσσαν, αυτήν την φωνήν μιας μαγίσσης και την κατεσύντριβε.
Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς. — Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός. Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές.
— Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν