Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, χωρίς δισταγμόν, ιδών με το πρώτον βλέμμα εις ποίαν λέμβον ευρίσκετο ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, ήτις λέμβος ήτο άλλως και η πλησιεστέρα προς το μέρος εξ ου αυτός ήρχετο, προσήγγισε με την βάρκαν του, εισεπήδησεν εις την ξένην λέμβον, απέπεμψε την ιδικήν του, ειπών εις τους συντρόφους του να γυρίσωσι μόνοι εις τον λιμένα, ηυχήθη το «καλώς ωρίσατε» εις τους τρεις υποψηφίους και εν μεγίστη ελευθερία, ενώ ο πορθμεύς και ο ναύτης του εκύτταζον έκπληκτοι, εκάθισε παρά το πλευρόν του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου και ήρχισεν αμέσως εμπιστευτικός ανακοινώσεις εις το ους αυτού.

Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε. — Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός. Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον. — Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος. — Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.

Ποτέ δε άλλοτε, όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου. Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το ανδραγάθημά του.

Και την απεχαιρέτισε: — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'Σ το καλό, Θωμαή μου! Το βρατσερί του καπετάν Αποσπερίτη, στραβά-στραβά, άνοιξε τα δύο πανάκια του, ως ήτο σκολιάν και το σκάφος, από τα σκαριά ακόμη, και εκρύβη όπισθεν των ακρωτηρίων. Ο καιρός ήτο εύδιος και ο άνεμος ούριος. — 'Σ το καλό, κόρη μου, 'ς το καλό, Θωμαή μου! Ηυχήθη άλλην μίαν φοράν η γρηά-Κυρατσού, υψηλά από τον βράχον του χωρίου.

Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν. Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Διότι βεβαίως είναι καλόν να ακούετε τα τοιαύτα, καλοί μου φίλοι. Λέγε και μη σε μέλει. Ο Οιδίπους, λέγουν, περιφρονηθείς ηυχήθη εις τα τέκνα του, όσα και έκαστος διαδίδει ότι εξετελέσθησαν και εισηκούσθησαν από τους θεούς.

Όταν δε μίαν ημέραν, με το καύμα, αχθοφορικώς τοποθετών ογκώδεις λίθους, εις κατασκευήν πεζουλιών, προς συντήρησιν της διαρρεούσης πάντοτε από των όμβρων οδού, είδεν αίφνης να κυλίση βράχος προς την υπώρειαν, με ταχύτητα ακράτητον, ηυχήθη να εκύλιε και αυτός, χωρίς ο εαυτός του, ως άλλος Σίσυφος, να τον αναβιβάση πάλιν επάνω.

Αλλά την στιγμήν εκείνην διεκόπη ο γέρων αίφνης αποτόμως από τον γραμματοκομιστήν, όστις εισελθών εκόμιζε δύο επιστολάς, μίαν προς τον καπετάν-Μαμμήν και άλλην προς την νύμφην του, την οποίαν ο γραμματοκομιστής μετέβη αμέσως να επιδώση. — Καλώς τα δέχθηκες! ηυχήθη ο ιερεύς. Είδες που το επροφήτευσα; Και εθεώρησε καλόν να αφήση μόνον τον φίλον του.

Ο Αγαμήδης λοιπόν και ο Τροφώνιος, οίτινες κατεσκεύασαν τον εν Δελφοίς ναόν του θεού, ευχηθέντες να συμβή εις αυτούς το άριστον, κοιμηθέντες πλέον δεν εξύπνησαν• και οι υιοί της Αργείας ιερείας ομοίως, όταν ηυχήθη η μήτηρ να ανταμείψη η Ήρα την ευσέβειάν των, επειδή καθυστέρησεν η άμαξα και ζευχθέντες αυτοί έφερον αυτήν εις τον ναόν, μετά την ευχήν την οποίαν έλαβον, την νύκτα απέθανον.

Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός. Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων, μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν