United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας Μαύρος άρπαξε τη μητέρα μου από το δεξί μπράτσο· ο υπολοχαγός του καπετάνιου μου την κρατούσε από το αριστερό· ένας μαύρος στρατιώτης την έπιασε από τόνα πόδι, ένας από τους κουρσάρους την κρατούσε από τ' άλλο. Όλες μας οι κοπέλλες βρεθήκανε σε μια στιγμή να τραβιόνται από τέσσερις νομάτους. Ο καπετάνιος μου μ' έκρυβε από πίσω του.

Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην Πόλη.

Στίγγα τους παπαφίγγους!... Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον κοντραφλόκο! Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί, εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του κινδύνου το πικρό φοβέρισμα.

Να βάνη μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιάσύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε: — Ε, από το μπάρκο! ... ποιος καπετάνιος ; — Ο Μήτρος του Τράχηλα! — Ε, από τη νάβα! ... ποιος ;

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.

Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα.

Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν ημπορούσα να λύσω το μυστήριο.

Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές: — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, σωτηρία! .... Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό.

Ότε συνήγοντο γύρω του εκεί και τον ηκροώντο εν περιέργω συνωστισμώ, ως συνωστίζονται οι άεργοι όρθιοι περί τους χαρτοπαίζοντας εν τοις καφενείοις, νεοφερμένοι από τας επαρχίας, και μάλιστα γηραιοί τινες φουστανελλοφόροι, της επαναστάσεως σεβαστά λείψανα, φέροντες καταφανείς τας ουλάς των από του εθνικού πολέμου πληγών των, ή τας εκτομάς από του μαρτυρίου των εκ μέρους του τούρκου, ενώ ο Καπετάνιος βλέπων προς τους μεγάλους χρυσούς καθρέπτας του εθνικού, να είπωμεν, εκείνου καφενείου, ωμιλούσεν, ερρητόρευε· και εκεί οπού ωμιλούσεν ηλλοιούτο αίφνης, αλλοίωσιν φανταστικήν πάσχων.

Δεν τούβγαλε όμως τ' άρματα· τι τρέξανε τριγύρω οι Θράκες, σιώντας τα μακριά στα χέρια τους κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. 535 Έτσι έμειναν κοντά κοντά οι διο τους ξαπλωμένοι στις σκόνες μέσα, των Θρακών ο ένας καπετάνιος, ο άλλος των χαλκόπλιστων πρωτάρχος Επειγώνε· μα κι' άλλα πέφτανε πολλά τριγύρω παλικάρια.