United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Νόστιμα κι αθώα σαν τη βαρκούλα που σου λέω, κάμε το ταξιδάκι σου τώρα, σιγά σιγά, με τα γλυκά σου τα χαμογέλοια, με την πανάγαθή σου ψυχή, κάμε το ταξιδάκι σου και χαίρου άτρεμα τον Ωκεανό· είναι καλός ο καπετάνιος. Και τι μας μέλει εμάς για τη δόξα; Και μήπως έχει νόημα κανένα; Η δόξα τίποτις δεν είναι· η αγάπη όλα τα κατορθώνει. Γιατί θέλω τη δόξα για σένα; γιατί σ' αγαπώ.

Ο Καπετάνιος, γέρων σοβαρός και ολιγόλογος, όστις εκάθητο απέναντι και εφαίνετο προσέχων περισσότερον εις τον κρότον του κομβολογίου του παρά εις τους λόγους του Μπαρμπαρέζου, είχε τον τίτλον τούτον μάλλον από της αιγυπτιακής κυριαρχίας, ότε εχρημάτισεν έπαρχος, παρ' από την επανάστασιν. Αλλ' είχε πολεμήσει κατά το 21 και ηδύνατο να χρησιμεύση ως μάρτυς.

Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι. Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί. — Βάρ' της!

Ας πάνετην ευχή του Χριστού! . . . Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια.

Ο Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου: — Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά. Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος: — Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει... Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος.

Όμως αφτά κι' άλλη φορά τα ξαναμελετάμε· 140 τώρα ένα ελάτε ας ρήξουμε στη θάλασσα καράβι, κράξτε και νάφτες διαλεχτούς, βάλτε τα βόδια μέσα, βάλτε και την κρινόθωρη του Χρύσα θυγατέρα, και καπετάνιος ένας μας ας σύρει απ' τους αρχόντους, ο Αίας είτε ο Δομενιάς είτε ο σοφός Δυσσέας, 145 ή εσύ, τ' αψύτερο κορμί απ' όλους, Αχιλέα, για να μερώσεις το θεό με των σφαχτών την τσίκνα

Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.

Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος. — Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;

Εταξείδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλλια· από τα Δαρδανέλλια στα Ροδονήσια· και πάλι πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλι στο νησί του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος, μικρός στο ανάστημα, κεραυνός στη φωνή.