United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιωάννης ο Ευαγγελιστής παρρησία μας λέγει ότι η φωνή αύτη δεν ήχησε το αυτό προς όλους. Το πλήθος την εξέλαβεν ως παροδικήν βροντήν· άλλοι έλεγον ότι Άγγελος προς Αυτόν ελάλησε». Μόνον δι' ολίγους ήτο έναρθρος η φωνή· Αλλ' ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι η φωνή αύτη δεν έγεινε δι’ Αυτόν, αλλά δι' εκείνους». Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω.

Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυοτρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

Ο βασιλεύς ακούοντας τους τοιούτους θρήνους, κινηθείς εις ευσπλαγχνίαν, επροχώρησε προς εκείνο το μέρος όπου ηκούετο η θρηνητική φωνή· και όταν επρόβαλεν εις την θύραν ενός μεγαλοπρεπούς θαλάμου είδεν έναν νέον επί θρόνου καθήμενον, ενδεδυμένον πολυτελώς, ευγενικόν εις την θεωρίαν, αλλ' είχε ζωγραφισμένην την λύπην εις το πρόσωπον με πολλήν σκυθρωπότητα.

Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά μας σήμαντρα. Κάθε λογίς φωνή· εκφράσεως κάθε ήχος. Και μόνον σύμφωνες όλες στο κυρίαρχον αίσθημα του τρόμου και της καταστροφής.

Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . . — . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .» Εξηκολούθει ο ιερεύς. — Αχ! πάει! θα πέσητον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη! — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπετάν Μήτρου. — Κύττα, παπά μου!

Άρα οι μετεωρολόγοι έχουν μεγαλειτέραν πεποίθησιν εις την σοφίαν των χελιδόνων παρά εις την επιστήμην των. Μέσα εις τον γυναικείον αναμορφωτικόν θόρυβον αυτών των ημερών μία επικρατεί φωνή· κάτω η πολυτέλεια! Όλοι και όλαι κηρύττονται κατά της πολυτελείας. Ο ιατρός κ.

Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το τέμπλον το σαπρόν, η μορφή του Σωτήρος Χριστού δεξιά, και αριστερά η εικών της αμνάδος του, της στρεφούσης προς αυτόν το πρόσωπον, και φαινομένης ως να έκραζε μεγάλη τη φωνή· «Σε, νυμφίε μου, ποθώΑι εικόνες της Παναγίας και του τιμίου Προδρόμου είχον γείνει άφαντοι.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.

Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατεβαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκειά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ' όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη.