United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κολλάρος μου με πνίγει. Να μπορούσα να τον πετάξω! Δε θα τον πετάξω, να μη χαίρουνται. Είδες άθρωπο πιο ήσυχο από μένα; — Ας πεθάνω και μια ώρα προτήτερα, να τελειώση. Είναι απέραντη η μοναξιά. Ας μου πουν καμιά ψεφτιά, μα τουλάχιστο ας μιλήσουν. Ας ακούσω μια φωνή! Να μη μου ξαναμασούν όμως όλο τα ίδια. Ποιος; Εγώ δεν ξέρω τι λέω; Να τους το δείξω. Τα θυμούμαι σα να είταν και σήμερις.

Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας, όμως τας ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους, άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ αυτών θεούς.

On n' est trahi que par les siens! και ομοιάσαμεν πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά των πολλών της φιλημάτων εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν τοιούτοι φίλοι. Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την κυρίαν F. Ε. Μ. Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879

Κ' εμένα μέσα μου έβρασε κ' εκόχλασε το αίμα κι' από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ' η θωριά μου όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν' απ' τη δροσούλα. Κ' έφυγε, με παράτησε· κ' εμέ ο θυμός με πνίγει πως έτσι μ' επερίπαιξε με τόσες χάρες πούχω.

Εύκολον ήτο να πολλαπλασιάσω επ' άπειρον τας παραθέσεις ταύτας• αλλ' ο καιρός μου λείπει και η αηδία με πνίγει, όταν αναγκάζομαι να καταβαίνω εις τοιαύτας οχληράς λεπτομερείας, διά ν' αποδείξω πράγματα και εις βλάκας ψηλαφητά.

Και περιφερόμενος με νευρικότητα, παρατηρεί βλοσυρώς τους βρακοφόρους και φαίνεται ότι τον πνίγει η απορία: «Το τέλος του κόσμου έφθασε; Τι θέλουν αυτοί οι χωριάτες εδώ; Και πώς τους ανέχονται οι ευγενείς μου φίλοι και αυθένται

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Επνίγη, επνίγη. ΛΑΕΡΤΗΣ Τόσον έχεις νερό, καϋμένη μου Οφηλία, ώστε τα δάκρυα μου να ρεύσουν δεν θ' αφήσω Όμως η φύσις θέλει το δικαίωμά της, κ' η εντροπή δεν ημπορεί να την κρατήση· με τούτ', άμα στερέψουν, θέλει φύγη ό,τ' είναι γυναίκει' αδυναμία. Κύριέ μου, χαίρε· γλώσσαν είχα πυρός, 'πού ν' αναδώση φλόγα ήθελε, αλλά την πνίγει τούτ' η ανοησία.

Κατάρα 'στά ενδύματα τα μέσα και τα έξω, 'στά κοντοβράκια, στ' αντεριά, 'στης δανεικαίς βελλάδες, που δεν 'μπορώ χωρίς αυταίς εις τους χορούς να τρέξω, κι' εις ό,τι άλλο το κορμί το βάζει σε μπελάδες. Καταραμένον το φωκόλ, που τον λαιμόν μας πνίγει, κάθε τσουράπι, 'σώβρακο, 'ποκάμισο, φανέλα, κι' ό,τι φαγί ορεκτικό την όρεξιν ανοίγει, το σαλτσισώτο, το σκουμπρί, ο τσίρος, η σαρδέλα.

Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά. Στεφ. Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. Κωστ.

Κι αν είναι ν' αποκοιμηθούν οι νυσταγμένοι, μόλις δουν στην Πόλη χριστιανούς, κι ορθόδοξους μάλιστα, τότε ας πάγει να πνιγεί το Γένος μας στα νερά της Άσπρης θάλασσας. Αρκετά ζήσαμε, κι αν δεν μπορούμε να επιθυμήσουμε τίποτε άλλο, παρά μια βρωμοζωή, καλλίτερα να μην υπάρχουμε.