United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι..... Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι; Η Λιαλιώ απήντησεν·Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου... Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση.

Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά. Στεφ. Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. Κωστ.

Δεξιά και αριστερά η ευτυχίαις να σου έρχωνται, παιδί μου! . . . Εσταμάτησεν εδώ τας αναμνήσεις του ο Γιωργάκης βουρκωμένος, και έσκυψε μέσα εις τον κόλπον του, προσποιηθείς ότι κάτι εμβήκε μέσα εις το μάτι του, διά να μη εννοήσουν οι ναύται. Έπειτα πάλιν εξηκολούθησε την αποστήθισιν της επιστολής: — Σαν κατέβηκες την σκάλα, να την έβλεπες! Πού ευρέθηκεν εκείνη η δύναμι! Θυμήθηκε τα νειάτα της.