United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη· Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαντο οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμώντου είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών . . . Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνον του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση διότι δεν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος, με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.

Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.

Δεν επρόφθασε να κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του.

Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή. Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των·

Εγώ στοχαζόμενος πως ήτον αδύνατον να την πάρω χωρίς να εξυπνήση, απεφάσισα και της έκοψα το κεφάλι με το σπαθί μου, και έφερα την σακκούλαν εις την αδελφήν της, της οποίας της εδιηγήθηκα το ό,τι έκαμα, και έμεινε εκστατική εις την αποκοτίαν μου, χωρίς να κλαύση τον θάνατον της αδελφής της.

Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα! Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα! Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής. Λέγω προς αυτόν. — Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του και το χρώμα του να σε τέρπη;

Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του. — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων. Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου. — Μάλιστα. Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της.

Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι..... Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι; Η Λιαλιώ απήντησεν·Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου... Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση.