United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ δε, Ακαρνάν, — διότι εστέναζε και αυτός και κατηράτο την Μύρτιον διατί αιτιάσαι τον έρωτα και όχι τον εαυτόν σου; Τους εχθρούς δεν εφοβήθης ποτέ και ήσουν πρώτος εις τους κινδύνους, και το πρώτον τυχόν γύναιον με τα ψευδή του δάκρυα και τους στεναγμούς σε υπεδούλωσε, γενναιότατε.

Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα. Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον, κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα του, μόνον για να τον βλέπη.

Λοιπόν ο Ισμηνόδωρος ο οποίος είχε φονευθή υπό ληστών κατά τον Κιθαιρώνα, ενώ επήγαινε εις την Ελευσίνα, νομίζωεστέναζε και εκράτει την πληγήν του και ανέφερε τα παιδιά του, τα οποία αφήκε πολύ μικρά και μετενόει διά την τόλμην του, διότι ενώ επρόκειτο να διαβή τον Κιθαιρώνα και τα περίχωρα των Ελευθερών, τα οποία έχουν εντελώς ερημωθή υπό των πολέμων, είχε παραλάβει δύο μόνον δούλους, ενώ είχε μαζύ του πέντε χρυσάς φιάλας και τέσσερα ποτήρια.

Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.

Εις την θέαν εκείνην ανεσκίρτησεν υπό του τρόμου η αγέλη των πιστών, οίτινες συνεσφίγγοντο προς αλλήλους ως πρόβατα καταληφθέντα υπό λυκοφοβίας. Οι κρατούντες την ουράν της παπικής εσθήτος έσπευσαν εις βοήθειαν του αρχηγού της Εκκλησίας, όστις εστέναζε κυλιόμενος επί του κονιορτού ως όφις μεσοκοπημένος.

Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος Βενεδικτίνος έσπευσε ν' ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματα της υγρανθέντα υπό των κυμάτων.

Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ' αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το εσυμπόνεσα.

Βέβαια, αν ήτο να στολίζη η λύπη κάθε πρόσωπον, καθώς το ιδικόν της, τότε θα ήτο λατρευτόν κειμήλιον η λύπη! ΚΕΝΤ Κ' ερώτησιν δεν έκαμε; ΙΠΠΟΤ. Μίαν φοράν ή δύο βαθειά βαθειά εστέναζε και είπε, «Ω πατέραωσάν να της επλάκωνε η λέξις την καρδιάν της. «Ω αδελφαί μου, έκραξε, ω! ήτο εντροπή σας! »ω Κεντ! Πατέρα! Αδελφαί! 'Σ την τρικυμίαν μέσα, »την νύκτα!

Πόσα μου έφαγεν εμένα ο Θούκριτος, που εφαίνετο ότι από στιγμής εις στιγμήν θ' αποθάνη ! Οσάκις εισηρχόμην να τον ιδώ εστέναζε και εξέπεμπε κάτι τι βαθύ από το στήθος του, ως νεοσσός ατελής, ο οποίος μικροκράζει μέσα από το αυγό του.

Αλλ' ιδών αυτόν εν μέσω νεφέλης θυμιάματος, πολιόν, ολόχρυσον, αιγλήεντα ως φεγγοβολούσαν λαμπάδα, κύπτοντα ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον υπό ξένου, μυστικού φόβου, ώστε δεν τόλμησε να ομιλήση, κ' εισέδυσεν ο ασεβής εις το στασίδιόν του, μαύρος Σατανάς, αρχοντικόν δαιμόνιον, παραπλανηθείς εις την επέραστον και κρυφήν εκείνην γωνίαν του Παραδείσου, κ' εστέναζε κατά διαλείμματα, διακόπτων την θείαν μυσταγωγίαν: — Αχ! τι μου έκαμες, καπετάν-Παρμάκη!