United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α. Ζ. Στεφανόπολις, ήκουε λέξιν εικονικήν, οσάκις εύρισκεν έν τινι βιβλίω ή εφημερίδι λέξιν αρμονικωτέραν της εις αυτήν ανταποκρινομένης καθαρευούσης, την αντέγραφεν. Εζήτει έπειτα την παραγωγήν της, την σημασίαν ην είχεν άλλοτε και εκείνην ην έχει τώρα. Ο Ροΐδης ειργάζετο ως βενεδικτίνος μοναχός και προσεπάθει να καταστήση όσον ένεστι τελειοτέραν συλλογήν ».

Παύλου, γεγραμμένας διά χρυσών γραμμάτων επί πολυτίμου μεμβράνης, ίνα διά της λάμψεως του χρυσού θαμβώση τα όμματα των απίστων, εμπνέων ούτω εις αυτούς περισσότερον σέβας προς τας αληθείας του Ευαγγελίου, ο νέος ούτος Βενεδικτίνος είναι ο πάτερ Φρουμέντιος, διαπρεπών ως και συ επί ευσεβεία και καλλιγραφία. Συνεργάσθητι μετ' αυτού, μέχρις ου εκτελεσθή η παραγγελία του αδελφού ημών Ραβάνου.

Αλλά πλην της Ιωάννας υπήρχε, δυστυχώς, εις Φούλδαν και άλλος αγένειος μοναχός, ο πάτερ Κορβίνος, ον πάντες απέφευγον ως το επώνυμον αυτού δυσοίωνον πτηνόν , ο δυστυχής ούτος Βενεδικτίνος ηράσθη νέος ων της ανεψιάς του Επισκόπου της Μουγουντίας, παρά τω οποίω υπηρέτει ως διάκονος, κρατών την ουράν της πορφύρας του κατά τας τελετάς και πίνων το ύδωρ, δι' ου η αυτού Αγιότης έπλυνε τας χείρας μετά την μετάληψιν.

Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός Βενεδικτίνος.

Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος Βενεδικτίνος έσπευσε ν' ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματα της υγρανθέντα υπό των κυμάτων.

Ανοίγοντες λοιπόν την Λινναϊκήν ταύτην Μοναχολογίαν εις την λέξιν Βενεδικτίνος, ευρίσκομεν τον εξής επιστημονικόν ορισμόν του είδους τούτου των ρασοφόρων «« . . . πρόσωπον αγένειον, κρανίον κεκαρμένον, πόδες σανδαλοφόροι· φέρει ένδυμα μακρόν, μέλαν, ποδήρες και μανδύαν καταπίπτοντα μέχρι πτερνών . . . κρώζει τρις ή τετράκις της ημέρας και μεσούσης της νυκτός διά φωνής βραγχώδους, βραδείας . . . παμφαγεί· νηστεύει σπανίως.»»