United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα της φύσεως.

Ενώ παρετήρουν το άλογον, χωρίς να φαίνεται άλλο σημείον ανθρώπων, που να κατοικούν εκεί εξαίφνης ήκουσα μίαν φωνήν ανθρώπου, που ομιλούσεν ωσάν από ένα υπόγειον σπήλαιον και μετ' ολίγον βλέπω και εφάνη εκείνος ο άνθρωπος, και έρχεται προς με, και με ερώτησε ποίος ήμουν· και εγώ του διηγήθηκα το ατύχημα που μου συνέβη.

Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.

Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίον σου». Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μας φιλοξενήση. Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν το σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια.

Περί τα τέλη σχεδόν της εργασίας ταύτης, ότε οι εισερχόμενοι καθίσταντο αραιότεροι, ενεφανίσθη εις την θύραν άνθρωπός τις, εις ου την παρουσίαν εξεπλάγη ο Πλήθων. — Τι είνε, Θεόδωρε; ηρώτησεν. Ο Θεόδωρος έκαμε νεύμα προς τον Πλήθωνα, και πλησιάσας εις την έδραν εφ' ης ούτος εκάθητο, τω εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους. — Εκείνη ήλθε. — Πού; — Εις το ΣπήλαιονΠώς;

Και πάλιν, μετά λύπης οργή μεμιγμένης, απήλασεν αυτούς εκείθεν, μηδενός τολμώντος ν' αντισταθή εις το φλέγοντα ζήλον Του. Αλλ' επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν Εκείνος ίνα ο οίκος του Πατρός Του μεταβληθή εις σπήλαιον ληστών. Αφού εκαθαρίσθη ο Ναός, ήλθον πάσχοντες προς Αυτόν και τους εθεράπευσε.

Αλλά φαίνεται ότι αηδίασε πλέον να έχη όλο με μεγάλους να κάμη. Έπειτα δε τους έχει πάντοτε προθύμους εις την συναναστροφήν του. Ευρίσκεται αναγκασμένος να ζη πάντοτε εις την μοναξίαν, ένεκα οπού κανείς από τους γείτονας δεν θέλει να ζυγώση εις το σπήλαιον, και επιθυμεί την κοινωνίαν των ανθρώπων.

Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.

Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.

Αλλ' ο φιλόσοφος απείχεν αυτής υπέρ τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά ησθάνθη ρίγος, και τυλιχθείσα εις το περιώμιόν της έσπευσε να επανέλθη έμφοβος εις το σπήλαιον. Ήναψε τον λύχνον, διότι το σκότος επήλθεν ήδη προ της νυκτός. Φαίνεται δε ότι την ημέραν εκείνην είχε συμβή έκλειψις ηλίου. Μετ' ολίγον ήλθε και ο φιλόσοφος.