United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δημήτρη! ε, Δημήτρη! τον εκάλεσεν αίφνης φωνή από του αντικρυνού πεζοδρομίου. Ο εργάτης έστρεψε και είδε προ της θύρας υψηλόν βλαχοποιμένα στηριζόμενον επί της μακράς αγκλίτσας του να τον καλή εκεί. — Καλώς το γέρω Βαγγέλη· είπε πλησιάσας και σφίγγων την χείρα του· πώς εδώ τέτοια ώρα;

Και δε θα μου ξανακάμης πεισματικά, ναι; — Ναι, απήντησεν ο Μανώλης και η λέξις εξήλθεν από το στήθος του ως εκπνοή κοχλάζοντος λέβητος. Κάτι δε τωόντι έβραζε και εκόχλαζεν εντός του και τον ετίναξεν από την καθέκλαν. Ηγέρθη και πλησιάσας εστήριξε τον βραχίονά του εις την κορωνίδα του αργαλειού.

Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ' εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου; Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος, και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε, μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.

Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας βρίσκεται. — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα; — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ. — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το ους του συναδέλφου του. — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.

Ενώ εγώ έλεγον ταύτα, ο Πρόδικος ηναντιούτο προς το μειράκιον δια να υπερασπίση εαυτόν και να επιδείξη ταύτα τα οποία συ τώρα δα επιδεικνύεις, διότι ηγανάκτει αν εφαίνετο ότι ματαίως ηύχετο εις τους θεούς• ακολούθως πλησιάσας ο γυμνασίαρχος παρήγγελλεν εις αυτόν να φύγη από το γυμνάσιον, διότι δεν ωμίλει προς τους νέους αρμόζοντα, και μη λέγων αρμόζοντα, φανερόν ότι έλεγε μοχθηρά.

Περί τα τέλη σχεδόν της εργασίας ταύτης, ότε οι εισερχόμενοι καθίσταντο αραιότεροι, ενεφανίσθη εις την θύραν άνθρωπός τις, εις ου την παρουσίαν εξεπλάγη ο Πλήθων. — Τι είνε, Θεόδωρε; ηρώτησεν. Ο Θεόδωρος έκαμε νεύμα προς τον Πλήθωνα, και πλησιάσας εις την έδραν εφ' ης ούτος εκάθητο, τω εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους. — Εκείνη ήλθε. — Πού; — Εις το ΣπήλαιονΠώς;

Πλησιάσας εν τούτοις εις το αινιγματώδες εκείνο καταγώγιον, είδον την θύραν αυτού ανοικτήν και γέροντα απόμαχον ησύχως καπνίζοντα προ της φλιάς, όστις άμα με είδεν ηγέρθη και χαιρετίσας εν σιωπή παρεμέρισεν ίνα περάσω.

Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν, αφού είχα μίαν πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν.

Η ατραπός παρηκολούθει την οφρύν του βράχου. Οι κρημνοί κάτωθέν μου ήσαν φοβεροί, εκ δε του ύψους εκείνου έβλεπα την θάλασσαν αφρίζουσαν εις τους πόδας των και ήκουα τον ήσυχον ρόχθον της. Ο Παντελής πλησιάσας με επρότεινεν ν' αναβώ εις το ζώον του, αλλ' ηρνήθην θεωρών ασφαλέστερον να εμπιστευθώ εις τους ιδικούς μου πόδας ή εις τους πόδας της ημιόνου του.

Καλά χαμπέρια, αι, μπάρμπα Νικολή; του είπε και ο Σμυρνιός πλησιάσας. — Ναι, μόνο να τα βγάλη ο Θεός αληθινά. — Θα τα βγάλη και θα το δης. — Μα δε μου λες, σύντεκνε Σήφη, ηρώτησεν έπειτα ο Σαϊτονικολής τον παρακαθήμενον δημογέροντα, είντα βασίλειο είν' αυτή η ... πώς την είπες; — Η Δανιμαρκία; — Ναίσκε, η Δανιμαρκία. — Κ' εγώ πρώτη φορά τακούω.