Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

Αλλ' η ησυχία αύτη μόλις πρό τινων μηνών επήλθεν, ύστερον από ετών πολλών ψυχικόν κλονισμόν... Εννοείτε, Κύριέ μου...Η ελπίς μας τώρα είναι ότι την παρούσαν κατάστασιν θα διαδεχθή η υγεία. Με αυτήν την ελπίδα ζώμεν, η αδελφή μου κ' εγώ, και τρέμομεν μη μας την καταστρέψη απρόβλεπτόν τι... Ιδού η εξήγησις την οποίαν ενόμισα ότι εχρεώστουν να σας δώσω. Η φωνή του γέροντος έτρεμεν.

Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!

Και ήτο φόβος μη βυθισθή η καϋμένη η βαρκούλα· τα νερά την κατέκλυζον επί μάλλον και μάλλον και τόσον, οπού στεγνόν μέρος εν αυτή δεν υπήρχε· Αι γυναίκες, φοβισμέναι, εκρατούντο από τας χείρας και συνεσφίγγοντο. Ο Αντωνέλλος είχε πλησίον του την αδελφήν του, της οποίας οι πόδες ήσαν διαρκώς εις το νερόν και ήτις έτρεμεν από το ψύχος και από τον φόβον.

Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ' εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου; Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος, και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε, μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.

Αλλά μίαν ημέραν έξω του συνηθισμένου, βλέπω ένα πλήθος Ελέφαντας ερχομένους τα ίσια προς το δένδρον που εγώ ήμουν υψηλά, με τοιαύτην βοήν και ταραχήν και κρότον των ποδών τους, που σχεδόν έτρεμεν η γη υποκάτω εις το δένδρον· εσήκωσαν όλοι τας κεφαλάς των και με εθεωρούσαν με φοβερόν βλέμμα και μουγκρίσματα που ηχολογούσεν όλον το δάσος· ώστε από τον φόβον μου έπεσαν από τας χείρας και δοξάρι και σαΐτες·

Αλλ' εκείνη η κραυγή, να εκτελέση την απόφασίν του, ήτο πολύ απροσδόκητος και τον έκαμε να ωχριάση ακόμη περισσότερον, καίτοι είχεν ήδη το χρώμα νεκρού και μάλιστα έτρεμεν ολίγον, ώστε έπαυσε να ομιλή. Εγώ δε, ως βέβαια συμπεραίνεις, εγέλων διότι ούτε άξιος οίκτου μου εφαίνετο ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπερέβη με την γελοίαν ματαιοδοξίαν του όλους τους κενοδόξους.

Υπήγαν ίσα προς το χαμόμηλον, το οποίον δεν εκαταλάμβανε τι το θέλουν. — Απ' εδώ να εβγάλωμεν χόρτον διά την κίχλαν είπε το μεγαλείτερον αγόρι. Και έκοψε έν τετράγωνον τριγύρω εις το χαμόμηλον, και με το ψαλίδι το εχώρισεν από την γην και το ανεσήκωσε. — Κόψε το άνθος, είπε το μικρόν αγόρι. Και έτρεμεν από τον φόβον του το χαμόμηλον, διότι θ' απέθνησκεν, αν το έκοπταν.

Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι μου πειράζουν τα νεύρα. — Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν