Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Η Ευανθία, ως τας είδε, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψη ή να τα κάμη άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως, ανεσήκωσε το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάση.

Και βλέπων πάλιν προς το στήθος του, ως να συνεπλήρωνε την δοξασίαν του, μετ' ολίγον επέλεγε: — Και τι τρελλότερος που είμαι εγώ! Ακούσας την φωνήν της Αρφανούλας, ανεσήκωσε τα όμματά του κ' ενεθαρρύνθη ολίγον. Σαν να έπηξε κατά τι το λυωμένον πρόσωπόν του, σαν να ενευρώθησαν αι χείρες του, αι ξεβιδωμέναι: — Και σε είχατο νου μου, καϋμένη! Είπε.

Εσήκωσε το προσκέφαλόν και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπεν. Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδαν ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γείνει άφαντον. Κρύος ιδρώς τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. — Μάννα μου! μάννα!

Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη; Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε: — Είναι άσχημον;

Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του. Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα του Χριστού! . . . — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε προπέμψω έως την θύραν. Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;» — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!

Ο Νίκος, γονατιστός επί της κλίνης, ανεσήκωσε με την μίαν χείρα το ύφασμα, φωτίζων διά της άλλης τα υπ' αυτό. Ο τοίχος ήτο ζωγραφισμένος.

Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως. Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.

Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά, πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την φάραγγα.

Εκείνος, όστις είχε κρούσει την θύραν, εφαίνετο ότι εκτύπα άλλο τόσον η καρδία του, και δεν ήτο πρόθυμος να επαναλάβη τον κτύπον δευτέραν και τρίτην φοράν. Εν τούτοις μετά δύο λεπτά δεύτερος κτύπος ηκούσθη, ακόμη μαλακώτερος. Εις τον κτύπον τούτον απήντησεν άλλος κρότος, γνώριμος εις όλων τας ακοάς. Η Σοφία έσυρε την σκανδάλην του πιστολιού της και ανεσήκωσε τον λύκον.

Υπήγαν ίσα προς το χαμόμηλον, το οποίον δεν εκαταλάμβανε τι το θέλουν. — Απ' εδώ να εβγάλωμεν χόρτον διά την κίχλαν είπε το μεγαλείτερον αγόρι. Και έκοψε έν τετράγωνον τριγύρω εις το χαμόμηλον, και με το ψαλίδι το εχώρισεν από την γην και το ανεσήκωσε. — Κόψε το άνθος, είπε το μικρόν αγόρι. Και έτρεμεν από τον φόβον του το χαμόμηλον, διότι θ' απέθνησκεν, αν το έκοπταν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν