United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα είπες καλά, τέκνον μου. Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του.

Εάν δε διά ξηράς μεταφερθή βιαίως από κανένα, η πρώτη αρχή της πόλεως η οποία θα τον συναντήση ας τον ελευθερώση και ας τον στείλη εις το εξωτερικόν απείρακτον. Εάν δε κανείς τυχόν φονεύση ελεύθερον, αλλά η πράξις εκτελεσθή εν βρασμώ ψυχικής ορμής, πρώτον πρέπει να εξετασθή τούτο υπό δύο επόψεις.

Εκείνος όμως δεν την εκύτταξεν, αλλά βιαίως έτρεχε και κάθε ολίγον μετά φόβου εγύριζε, και εκύτταζεν όπισθέν του, ωσάν να είχε τινά που να τον εκυνηγούσεν. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους, ιδού και βλέπουν να φθάνη άλλος καβαλλάρης, που με μεγάλην βίαν εχτυπούσε το άλογόν του διά να τρέχη.

Το δε πολίτευμα μιας πόλεως, η οποία διοικείται από ολίγους, το ονομάζομεν αριστοκρατίαν και ολιγαρχίαν. Νέος Σωκράτης. Βεβαιότατα. Ξένος. Της δημοκρατίας όμως βεβαίως κανείς δεν συνηθίζει να μεταβάλλη το όνομα, είτε βιαίως είτε οικειοθελώς εξουσιάζει ο λαός τους έχοντας τας περιουσίας, και πάλιν είτε φυλάττει ακριβώς τους νόμους είτε όχι. Νέος Σωκράτης. Έχεις δίκαιον. Ξένος.

Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε. Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν. Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!

Από προσποιητών φίλων και ενδιαφερομένων εξεταστών αιφνιδίως ανεπήδησαν υπό το αληθές σχήμα των, ως θανάσιμοι αντίπαλοι. Περιεκύκλωσαν τον Ιησούν, τον εστενοχώρησαν βιαίως, επιμόνως, σχεδόν απειλητικώς.

Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του. Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος.

Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: — Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . . Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. — Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»

Ο Ιωάννης διατρέχει διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον αριθμόν εκείνον τον μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων του σημειωματαρίου του. Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα ανέβη διά μιας εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς σφύζουσα βιαίως και οιονεί σφυρηλατούσα το στήθος του.