United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήλθεν εις τον κόσμον πεπροικισμένος με απειρίαν γνώσεων, αλλ' ως μας λέγει ο Λουκάς προέκοπτε βαθμηδόν σοφία. Δεν ήτο θωρακισμένος διά σιδηράς δυνάμεως, ησθάνετο όλους τους πειρασμούς της αδυναμίας και της ατελείας της ανθρωπινής φύσεως.

Και ευθύς τα τύμπανα ήρχισαν να κροτούν και τα κύμβαλα εσήμαινον επίθεσιν, κάποιος δε εκ των Σατύρων λαβών κέρας εσάλπιζεν έγερσιν και ο όνος του Σειληνού εξέπεμψε πολεμικόν ογκηθμόν, αι δε μαινάδες, ζωσμέναι με όφεις και ουρλιάζουσαι, ώρμησαν κατά των εχθρών και απεκάλυψαν τας σιδηράς αιχμάς των θύρσων τους οποίους εκράτουν.

Αν έπλεον υπ' αυτό το φρούριον, ήτο ως να έδιδον είδησιν εις τους απίστους να κλείσωσι τας σιδηράς πύλας και να σηκώσωσι την γέφυραν. Οι δεκαπέντε ή δεκαοκτώ ούτοι άνδρες προεπορεύοντο πρόσκοποι, όπως εξαφνίσωσι τους απίστους, και μη προλάβωσιν εκείνοι να φυλαχθώσιν.

38. «Ω, υιέ μου, απεκρίθη ο Κροίσος, πράττω ταύτα ουχί διότι παρετήρησα εις σε δειλίαν ή άλλο τι δυσάρεστον, αλλά διότι είδον όνειρον εν τω ύπνω μου το οποίον με είπεν ότι θα ζήσης ολίγον και ότι θα φονευθής πληττόμενος υπό σιδηράς αιχμής.

Μεταβάς εις την απέναντι πλευράν της αιθούσης, ισαρίθμους έχουσαν θυρίδας, είδον δι' αυτών δύο κυρίους, μίαν κυρίαν και ωσεί οκταετές παιδίον, απαραλλάκτως αναπαυομένους επί σιδηράς τραπέζης και σφίγγοντας ομοίου κώδωνος το σχοινίον.

Και συνταράσσονται όλα εν καταρράξει δεινή σιδήρου πριονιζομένου, εν βοή σιδηρού πύργου καταπίπτοντος, εν χαλασμώ σιδηρού κόσμου μηχανημάτων και τροχών κ' ελίκων και πλακών, και μοχλών και καρφίων και κοχλιών, εν σεισμώ σιδηράς πόλεως, ότε το παν τρέμει επάνω, ως ο Δαθάν, κ' υποχωρεί προς τα κάτω ως ο Αβειρών, να εξαφανισθή, θαρρείς, εν τη αβύσσω.

ΣΟΛ. Εύχομαι να μη συμβούν αυτά, αλλ' οπωσδήποτε ομολογείς ότι ο σίδηρος είνε καλλίτερος από τον χρυσόν. ΚΡΟΙΣ. Λοιπόν και εις τον θεόν θέλεις ν' αφιερώσω πλίνθους σιδηράς, να ζητήσω δε οπίσω τον χρυσόν;

Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Όχι ότι εις αυτήν πρώτην το είπαν, αλλ' αυτή πρώτη το ήκουσε, πριν καταλάβη καλά ο πορτάρης της σιδηράς πύλης, εις τον οποίον το είπαν. Ευτυχώς δεν ήτο τελείως κωφή, ήκουε καλά από το έν ωτίον.

Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου. — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου! — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ. Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.