Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Διά μίαν στιγμήν εγονάτισε καθ' όλας τας απαιτήσεις της τακτικής, ύψωσε καταλλήλως το κλισιοσκόπιον, εστήριξε τον αγκώνα επί του ομοταγούς γόνατος και σκοπεύσας επυροβόλησεν άνευ χρονοτριβής. — Α! ηκούσθη εκ του στόματος όλων των χωρικών.
Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των άλλων.
Ο Μανώλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στο διάολο να μη σε 'δη κιανείς, κουζουλογυναίκα! Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν. — Δε με λυπάσαι; του είπε.
Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.
Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο. — Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις. Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.
Προς στιγμήν περιέφερε τα βλέμματά του περί εαυτόν, έπειτα επλησίασεν εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν, ταλαντεύων το σώμα της νεανίδος εις τους τεταμένους βραχίονάς του, και ύψωσε βλέμματα ικετευτικά ως διά να είπη: «Την χάριν της ζητώ! Αυτήν πρέπει να σώσετε! Δι' αυτήν το έκαμα!»
Δεν θα συναντηθώμεν; — Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της. — Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω. — Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης; — Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου! — Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν.
Ύψωσε και τας δύο χείρας, η μία των οποίων έφερε στερεάν βακτηρίαν, και μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή παρά του απέχοντος εισέτι φίλου του, ανεβόησε: Τις δε συ εσσι, φέριστε καταθνητών ανθρώπων; Διότι ο Κ. Πλατέας είχε την συνήθειαν να παρεισάγη εις την ομιλίαν στίχους ομηρικούς. Υπήρχεν ως εκ τούτου ιδέα επικρατούσα ότι εγνώριζεν εκ στήθους ολόκληρον την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν.
Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην. Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.
— Εμπρός· όποιος πηγαίνει εμπρός ποτέ δε χάνει. — Ποιος θα μας βοηθήση, ποιος θα μας σώση;. . . — Εκείνος. . . όταν έρθη καιρός. . . Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ' ελπίδος τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον. Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν