United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βράδυ ακόμη κατεγίνετο με τα χαρτιά του, εξέσχισε πολλά και τα κατέρριψε στη θερμάστρα, εσφράγισε μερικά δέματα που έστελνε στο Γουλιέλμο.

Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι φόβοι του ήσαν μάταιοι . . . Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα εσώζετο η Λίγεια.

Εκραύγασε γυνή ηλικιωμένη, χονδρή από τα δύο φουστάνια και κόκκινη από τον θυμόν της. — Λείπ' ένα ταψί! — Σώπα και συ, Χριστιανή μου! διέκοψεν η Μιλάχρω, κάθιδρος από τας φλόγας, κατέρριψε νέους κλάδους εις τον φούρνον. — Λείπ' ένα ταψί, θαπώ! Επανέλαβεν η ωργισμένη γυνή μετρώσα κατά σειράν επί της λοξής και χωλή παγκιέτας τα ταψία της. — Ένα, δύο, τρία, τέσσερα . . . . λείπ' ένα.

Διότι εκείνοι μεν εν μέσω πολλών ομοφρόνων εκήρυττον τα ορθόδοξα δόγματα. Ούτος δε μόνος προς πολλούς ηδυνήθη να αντιστή εις τας υπερφιάλους αξιώσεις της παπωσύνης, εγκαταλειφθείς δε, κατά τον ψαλμωδόν, παρά γονέων και αδελφών, δεν απέβαλε το θάρρος, αλλά κατέρριψε την «δυτικήν οφρύν» κατά τον πολύν Φώτιον.

Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην. Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.

Έκαμεν απέξω οδόν βαθείαν εις την χιόνα ως χάνδακα, κατόπιν εξελθών εις τον εξώστην εξετίναξε και απ' εκεί την σωρευμένην χιόνα μη πέση από το βάρος ο πεπαλαιωμένος εξώστης, διά ξύλου μακρού εις σταυρόν μετασχηματισθείσης της άκρας του, κατέρριψε την εστιβασμένην επί της στέγης και εν γένει υπηρέτησε καλώς τον κολλήγαν του ο ποιμήν.