United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός. Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν. Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε: — Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;

Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς. Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της.

Η καρδία της Ιωάννας έπαλλεν εκ περιεργείας άμα και φόβου, αναλογιζομένης ότι έμελλε μετ' ολίγον να θαυμάση την κατείδωλον εκείνην πόλιν, της οποίας και μόνη η όψις ήτο κατά τον Άγιον Γρηγόριον επικίνδυνος εις τας ψυχάς των χριστιανών, ως η θέα της πρώην χαριτοβρύτου και φιλομειδούς ερωμένης εις άνδρα νυμφευθέντα άσχημον και συνωφρυωμένην γυναίκα.

Εις την εξηρεθισμένην αυτής διάνοιαν δύο σκέψεις ερριζοβόλουν αντίθετοι, χωρίς η μία τούτων να δύναται να υπερισχύση της άλλης. Ενώ ταυτοχρόνως η καρδία της έπαλλεν αδιάκοπα, παρακινούσα αυτήν εις τολμήματα και η ανυπομονησία εμεγαλύνετο εντός αυτής ακράτητος. Μέχρις ου η λυγερή, μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, επήδησεν ορθία, περιφέρουσα βλέμμα ερευνητικόν άνω των ακανθών, περί την σκιάδα.

Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. — Τι σκέπτεσαι να κάμης; — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;

Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν: — Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος.

Ουδ' εαυτήν δε άφινεν έξω της κατηγορίας, αλλά εμαίνετο διότι ήκουσε τον άνδρα και όχι την καρδίαν, η οποία έπαλλεν εις τα στήθη της τόσον σφοδρώς, όπως πιστόν κυνάριον αδιακόπως υλακτεί κ' εμποδίζει τον αυθέντην του να εξέλθη του οίκου, όπου παραφυλάσσουν δολοφόνοι. — Όχι, δεν έπρεπε νάρθω· συνεπέρανε τέλος. Κ' εξηκολούθησε τυλίσσουσα περί την άτρακτον το μαλλίον και σκεπτομένη.

Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι φόβοι του ήσαν μάταιοι . . . Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα εσώζετο η Λίγεια.

Οσάκις η χειρ της ημετέρας ηρωίδος ήγγιζε την χείρα του ή αι κόμαι αυτών συνεπλέκοντο, ενώ έκυπτον επί της μεμβράνης, ησθάνετο την καρδίαν του πάλλουσαν ως κώδωνα φρουρίου εν ώρα κινδύνου, αλλ' ουδ' αυτός ηδύνατο να είπη, αν προς δεξιάν έπαλλεν ή προς αριστεράν.

Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι. Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας της. Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούςαντήχουν αδιαλείπτως εις όλας τας οδούς της πόλεως.