United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ενθυμούμαι το όνομα του αγαθού Τηνίου, όστις εξεπροσώπευεν εκεί τότε της Αγγλίας την δύναμιν, αλλ' ενθυμούμαι το ξυρισμένον πρόσωπον και τας χρυσάς διόπτρας του. Νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιόν μου. Ο άνθρωπος μου έδειξε τον λογαριασμόν πωλήσεως και μου παρέδωκεν αυθωρεί το προϊόν των σκούφων, συμποσούμενον εις πέντε χιλιάδας γροσίων.

Και όταν εισήλθεν, εύρισκεν εις τας γωνίας όλας, υπό το εικονοστάσιον, παρά την εστίαν, εις τα μικρά χρωματιστά κιβώτια, εις την ξυλίνην τράπεζαν, παντού πέριξ, τόσας αναμνήσεις ευχαρίστους, χρυσάς αναμνήσεις, τας οποίας κατέσπειρεν από τριών ήδη μηνών καθ' ημέραν μετά του ανδρός της. Του ανδρός της, ο οποίος ακόμη δεν είχεν επιστρέψη από τον μύλον!

ΠΛΑΤ. Από τον αυτόν κρημνόν να τον ρίψετε και αυτόν. ΔΙΟΓ. Ας ψαρεύσωμεν τώρα άλλον. ΠΑΡΡ. Βλέπω ένα ωραιότατον να πλησιάζη και όσον μου επιτρέπει το βάθος να διακρίνω έχει διάφορα χρώματα και εις την ράχην γραμμάς χρυσάς. Τον βλέπεις, Έλεγχε; Αυτός είνε ο οποίος υποκρίνεται τον Αριστοτέλην. Επλησίασε και έπειτα πάλιν απεμακρύνθη και με προσοχήν παρατηρεί γύρω του.

Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του προφυλάχτη Απόλλου, 370 ήρθε από πέρα ως στα γοργά των Αχαιών καράβια να λεφτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διά χέρια, πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα. 375 Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε! μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο.

Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην. — Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν χρυσάς ανταυγείας . . . Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες. — Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση . . .

Άπλωσε, Νυξ, το σκότος, κι' ανάτειλε, Ημέρα, ας λύση πάντα φόβον το άρμα της Αυγής, και σεις ατμοί πετάτε 'στόν γαλανόν αιθέρα κι' ας ποτισθή το χώμα της διψασμένης γης. Συ, Άπολλον, συ, Φοίβε, θεότης του Οσίριδος, λούσε χρυσάς ακτίνας εις της βροχής τα νέφη, και το καμπύλον τόξον της πολυχρώμου Ίριδος ως σελαγίζον στέμμα τους ουρανούς ας στέφη.

Κ' έμεινα εκστατικός εκεί εις την θύραν μέχρι τέλους, ρίπτων ενίοτε τους οφθαλμούς μου και επί των χρυσοκεντήτων ποδιών, αίτινες με βαρείας χρυσάς φούντας εκρέμαντο υπό τας ολίγας αγίας εικόνας, ποδιών ουχί επί τούτω εξ αρχής κεντηθεισών, ως μοι εφάνη.

Τοιαύτα και άλλα πολλά διηγούντο οι πανοσιώτατοι τη Ιωάννα επαινούντες τα θαύματα των αγίων των ως οι κίναιδοι τα της Συρίας θεάς· αλλ’ αύτη εναύλους έτι έχουσα εις τα ώτα τας χρυσάς υποσχέσεις της αγίας Λιόββας ολίγον προσείχεν εις των συνοιδοιπόρων τα συναξάρια, δις δε και τρις χασμηθείσα απεκοιμήθη τέλος μεταξύ των αγίων Πέτρου και Μαρκελλίνου.

Κ' εκτύπησε τον ξύλινον πόδα του κραταιώς επί του πατώματος, ως να εκτυπούσε την κεφαλήν του, διότι δεν το είπεν αυτό, όταν έπρεπε. Με τα δύο καλαμοειδή χεράκια του και τα δύο σκολιά ποδαράκια του, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης κατεγίνετο εν χαρά, τόσας ημέρας τώρα, με το νέον του επάγγελμα, όπερ ανέλαβε με χρυσάς ελπίδας, ωσάν κάθε νέος επαγγελματίας.

Οι αρχιερείς ητοίμαζον τας χρυσάς στολάς των, οι διάκονοι έτριβον τους δίσκους και οι ιπποκόμοι τας ημιόνους, εν δε τη πλατεία το πλήθος των φιλέορτων έτριβον κακείνοι τας χείρας των εκ της χαράς.