United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προς εκείνους στρέφοντας, με τρόπον ερωτόντας, 365 Τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελόντας. Να μάθη πιοι τους Ποντικούς βουλιόντας να βοηθήσουν· Και τα Μπακάκια μοναχά πιοι ήθελαν ν' αφήσουν. Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει, θυγατέρα, Σε τούτη την περίστασι καιτούτην την ημέρα, 370 Για να συντρέξης καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου Τους Ποντικούς, που αδιάκοπα πηδάν μες το ναό του.

Άφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα 370 Είναι είδος στα χαμένα· Άλλο βρες να κυνηγήσης. Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, 375 Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για το αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. 380 Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει

Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• «και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους• τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370

Χ., μετά τον θάνατον του Λυσίου, ότε ο μαθητής του Αντισθένης και οι οπαδοί του εθορύβουν περί το όνομα του αποθανόντος διδασκάλου των προκαλούντες ούτω τον Πλάτωνα. Ήκμαζε δε τότε πνευματικώς ο Πλάτων, άγων το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του . Καμμία αμφιβολία ότι ο Φαίδρος πρέπει να τεθή εις τα μεθόρια των δύο τελευταίων περιόδων, περί το 370 π. Χ., προ του εις Σικελίαν δευτέρου ταξιδίου του.

Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος 370 ο αδερφός του απ' άλληνε μητέρα και μαζί τους ο Πάντης με το λυγιστό του Τέφκρου πάει δοξάρι.

Κι' αμαξάδες μέσα έστεκαν όρθιοι, κι' η καρδιά τους χτύπαε να νικήσουν. 370

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• 365 «Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, 'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, και ο σβώλοςτο τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιοτο κεφάλι, μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθήςτον δρόμο».

Μα τότε ο Πάρης, της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, του τέντωσε το γυριστό δοξάρι, ακουμπισμένος 370 πίσω από στήλη, πούστεκε στ' αντροφτιασμένο μνήμα του Ίλου, του Δαρδάνου γιου, παλιού δημογερόντου. Έλυνε εκιός τα πλουμιστά τσαπράζα απ' τ' Αγαστρόφου τα στήθια, κι' απ' τους ώμους του την πετσωμένη ασπίδα, και τούβγαζε το κράνος του.

Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· «Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, 'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, από χολήτους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370