United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!

Το βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των φωλεών των.

Τώρα επέρασεν εκείνο! είπεν η γάτα του δωματίου· «ο Ρούντυ είναι πάλιν εδώ, εννούνται αναμεταξύ των, και αυτό είναι, λέγουν, ευτυχία.» — Εγώ πάλι άκουσα αυτή την νύκτα από τους ποντικούς, είπεν η γάτα του μαγειρείου, «ότι η μεγαλύτερα ευτυχία είναι να τρώγουν το ξυγκοκέρι και να αισθάνωνται την γεύσιν του τσαγκού λίπους· ποίον να πιστεύση κανείς, τους ποντικούς ή τους ερωτευμένους;

Και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ της θυσίας, Που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου η λατρείαις; Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη· 375 Ανοίγοντας το στόμα της παρόμια απηλογήθη. Να μη βρεθή, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι Ν' απλόσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει· Γιατί πολλά είναι τα κακά που ολημερής μου κάνουν.

Ο δε γέρων δεν ησύχαζεν, αλλ' εξηκολούθει να της λέγη, άλλοτε μεν ότι θα κρυώση κάτω εις την υγρασίαν, άλλοτε δε ότι αυτός συνήθισεν εκεί με τους ποντικούς θέλει να τους έχη συντροφιά, καθώς τους έχει και εις το Κοτρόνι. Και ενίοτε ήρχετο εις τα ψυχρά χείλη του και καμμία παρηγοριά, ανάμικτος όμως με την επιθυμίαν του: — Σώπα, κόρη μου, σώπα και ανέβα επάνω!

Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κ' άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια.