United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η έχθρα μου επέρασεν, αφού και τον εχθρόν μου η χάρις όπου σου ζητώ θα ωφελήση, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΙΟΣ Ομίλησέ μου καθαρά, παιδί μου, κ' εξηγήσου. Αν ήλθες γρίφους να μου ‘πής, θα σ' ευχηθώ με γρίφους. ΡΩΜΑΙΟΣ Λοιπόν σου λέγω καθαρά, πως μ' όλην την καρδιάν μου του Καπουλέτου αγαπώ την κόρην την ωραίαν, κι όπως εγώ την αγαπώ με αγαπά κ' εκείνη.

Η Μαργή όμως όχι μόνον δεν τον ηγάπα, αλλ' ούτε να τον βλέπη υπέφερε και δεν παρέλειπε να του το δεικνύη εις πάσαν περίστασιν. Ένα δειλινόν, ενώ επότιζε τα άνθη της, επέρασεν ο Μανώλης και της εζήτησε βασιλικόν αλλ' αυτή αντί βασιλικού του έρριψε κατά κεφαλής το πήλινον αγγείον με το οποίον επότιζε.

Αφού δ' επέρασεν έτος, παρουσιάσθη εις τον βασιλέα ο οποίος τον ύψωσεν εις βαθμόν υψηλότερον παρά κάθε άλλον Έλληνα ελθόντα παρ' αυτώ, όχι μόνον διά την προϋπάρχουσαν εις αυτόν αξίαν και την ελπίδα την οποίαν έτρεφε να υποδουλώση δι' αυτού την Ελλάδα, αλλά προ πάντων διότι εφαίνετο άνθρωπος συνετός και έμπειρος.

Την αυγήν ευθύς με έλουσαν εις το λουτρόν και με άλλαξαν με νέα φορέματα και επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν εις ξεφαντώσεις· και πάλιν το βράδυ έλαβα άλλην εις το κρεββάτι μου και διά να μη πολυλογώ, επέρασεν ένας ολόκληρος χρόνος, που έκαμα αυτήν την τρυφηλήν και ξεφαντωτικήν ζωήν με εκείνες τες ευμορφότατες γυναίκες και κάθε βράδυ είχα μίαν εις το κρεββάτι μου.

Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον·Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!

Αφού επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός προς το μεσονύκτιον ήκουσα μίαν φωνήν, που εφαίνετο ότι ήτον ανθρώπου, που ανέγνωθε το βιβλίον του μεγάλου Προφήτου.

Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Πώς θα την σώσωμεν ; Μη σου επέρασεν από τον νουν να την κλέψωμεν; ― Να την εξαγοράσωμεν, απεκρίθην. ― Και που τα χρήματα; Οι Τούρκοι πωλούν ακριβά το ανθρώπινον κρέας, όταν μάλιστα είναι τρυφερόν. ― Δεν έχω χρήματα, αλλ' έχω τους σάκκους αυτούς, τους οποίους ο θεός μ' εβοήθησε να εύρω. ― Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν είναι ιδικά σου μόνον ανήκουν και εις την μητέρα και εις τας αδελφάς σου.

Έτσι ο Κουλούφ με όλον που ήτον δαρμένος έτρεξε με χαράν προς την αγαπημένην του Δηλαράν και ωσάν την είδεν, ευθύς του εδιάβησαν οι πόνοι, της οποίας εδιηγήθη τα όσα επέρασεν εκείνην την ημέραν.

Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια! — Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά. Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια, εβύζαινον. Δόξα σοι ο θεός! Αι κατσίκες πρότινων ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσικών πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κ' εφώναξε: — Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!. . . .·