United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε χάσει τα χρώματά του, είτε από την λύπην του, είτε από την κακοπάθειαν του ταξειδίου. Εκύτταξε πάλιν την χορεύτριαν τον εκύτταξε και εκείνη, και αισθάνθη ο δυστυχής ότι λυώνει. Αλλ' ακόμη έσφιγγε το όπλον του. Εκεί κάπως ήνοιξεν η θύρα και ο άνεμος επήρε την χορεύτριαν από τον πύργον της εμπρός, και την επέταξε μέσα εις την φωτιάν κοντά εις τον στρατιώτην.

Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον.

Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου. Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως παιδίον.

Μίαν τοιαύτην πλάκα ενεπίγραφον είχεν ανακαλύψει και αυτός προ καιρού, αλλ' έκαμε την ανοησίαν να την δείξη εις ένα κοκκινογένη Φράγκον, διερχόμενον από το χωριό. Τούτων λεγομένων ήνοιξεν η θύρα και εισήλθεν ένας χωριανός, συγγενής του οικοδεσπότου, όστις προ ολίγων στιγμών είχεν επανέλθει εξ Ηρακλείου· και όλοι εστράφησαν προς αυτόν διά να μάθουν τα εκ της πόλεως νέα.

Λέγει ότι, αν ανοίξης εκείνο το μεγάλον κιβώτιον, θα εύρης μέσα τον διάβολον κουβαριασμένον· αλλά να κρατής καλά το σκέπασμα του κιβωτίου, διά να μη ξεφύγη ο διάβολος. — Έλα να με βοηθήσης, είπεν ο γεωργός. Και υπήγε προς το κιβώτιον, όπου η γυναίκα του είχε κρυμμένον τον καλόγηρον, ο οποίος εκάθητο εκεί μέσα σφιγμένος και κατατρομασμένος· ο γεωργός ήνοιξεν ολίγον το σκέπασμα και είδε.

Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Έτυχε μάλιστα την ημέραν εκείνην να έχουν ως ανάγνωσιν τον μύθον της μαϊμούς, η οποία δεν έξευρε πώς ανοίγουν το καρύδι ούτε εδοκίμασε να το μάθη, αλλά διά να μη κοπιάση το έρριψε και άλλος ωφελήθη από την οκνηρίαν της, το ήνοιξεν εκείνος και το έφαγε. Προικισμένη καθώς ήτο η Ανθούλα με πολύν νουν, δεν εδυσκολεύθη να εννοήση την παρομοίωσιν.

Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος.

Άλλος σάκκος έκειτο ήδη επί της κλίνης πλήρης και έτοιμος. Αφού και ο δεύτερος εδέθη, τον εσήκωσεν ο πατήρ μου, με διέταξε να φέρω τον επί της κλίνης κείμενον, ήνοιξεν η μήτηρ μου την θύραν και εξήλθομεν του δωματίου. Εκείνος εμπρός, εγώ κατόπιν, φέροντες τους σάκκους, εβαδίσαμεν προς το μάλλον απόκεντρον μέρος του κήπου, όπου ήσαν τα δένδρα πυκνότερα.