United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίνα δε αποδιώξη από της κεφαλής της πάσαν της σκιάδος ανάμνησιν, απέθηκε παρά το πλευρόν τον κάλαμον και λαβούσα από της ποδιάς της εστριμμένον μαλλίον, ήρχισε να τυλίσση αυτό περί την άτρακτον ενώ τα γαλιά έβοσκον ησύχως ανά τον αγρόν. Κ' εν τη ενασχολήσει της όμως εκείνη, έστρεφεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, προσβλέπουσα περιδεώς την σκιάδα, ως μέρος ύποπτον.

Δεν ήθελε καθόλου ν' αντικρύση την σκιάδα εκείνην. Από ημερών ήδη, κάτι μέσα της της έλεγε να την φοβήται· ότι το συναπάντημά των αυτό δεν ήτο καλόν και ότι πλειοτέρα μετ' αυτής εξοικείωσις δεν θα την έφερεν εις αγαθόν αποτέλεσμα. Έστρεψε λοιπόν τα νώτα προς αυτήν η λυγερή και πλησιάσασα, εκάθησε παρά την οφρύν της τάφρου.

Και η Σμάλτω ήρχισε να περιλαμβάνη εις την κατάραν της και την ημέραν, κατά την οποίαν εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Μήτρου και ν' αναπαριστά εις τον νουν της τας συναντήσεις των εκείνας. Δεν τον εφοβείτο τότε, καθόλου δεν τον εφοβείτο. Τουναντίον αυτή πρώτη επορεύετο προς τον βοσκόν και καθήμενοι οι δύω των υπό την σκιάδα, συνωμίλουν όλην την ημέραν.

Ορθόν κρατούσα ανά χείρας τον κάλαμον, την ακοήν τεταμένην εις ύψιστον έχουσα, αργά πατούσα διά να μη προξενήση κρότον και χάση μίαν στιγμήν τον σκοπόν της φλογέρας, προυχώρησεν ασυνειδήτως προς την σκιάδα, ελκυομένη υπό του ήχου. — Πάλι τη φλογέρα; εφώναξε κατακόκκινη προς τον Μήτρον, τον οποίον εύρε συνεσπειρωμένον όπισθεν ενός στύλου της σκιάδος.

Η δε Κλεοπάτρα ήτο υπερτέρα πάσης περιγραφής. Καθημένη υπό χρυσοκέντητον σκιάδα, υπερέβαινε κατά την καλλονήν και αυτήν την Αφροδίτην, εις την οποίαν η φαντασία ενεφύσησε κάλλος και του φυσικού ανώτερον.

Τι ήτο δι' αυτούς ενός Χριστιανού η ζωή; Η δυστυχής μου μήτηρ είχε δίκαιον να με αποτρέπη. Διατί να έλθω εις Χίον; Προς το εσπέρας μας έδωκαν ελαίας και άρτον, μετ' ολίγον δε ο Αράπης ελθών μ' εξήγαγε της φυλακής και μ' έφερεν εις σκιάδα εντός του κήπου, όπου πέριξ τραπέζης χαμηλής, φορτωμένης από οπώρας ποικίλας, εκάθηντο επί ταπήτων τρεις Τούρκοι και δύο Χριστιανοί.

Εις την εξηρεθισμένην αυτής διάνοιαν δύο σκέψεις ερριζοβόλουν αντίθετοι, χωρίς η μία τούτων να δύναται να υπερισχύση της άλλης. Ενώ ταυτοχρόνως η καρδία της έπαλλεν αδιάκοπα, παρακινούσα αυτήν εις τολμήματα και η ανυπομονησία εμεγαλύνετο εντός αυτής ακράτητος. Μέχρις ου η λυγερή, μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, επήδησεν ορθία, περιφέρουσα βλέμμα ερευνητικόν άνω των ακανθών, περί την σκιάδα.

Η καρδία της εβροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ' εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ' άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε.

Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον.

Όταν ο Νέρων μετά της Ποππέας και των Αυγουστιανών επέβη εις την κυρίως σχεδίαν και εκάθησεν υπό την σκιάδα την πορφυράν, τα ακάτια διωλίσθησαν, αι κώπαι έπληξαν το ύδωρ, και η σχεδία φέρουσα το συμπόσιον και τους κεκλημένους έπλευσε περιγράψασα κύκλον εις την επιφάνειαν της λίμνης. Μικρότεραι σχεδίαι την συνώδευον φέρουσαι κιθαρωδούς και αυλητρίας.