Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Εν τη ανησύχω δ' αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν' αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.
Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ' απήτει μάλιστα επιμόνως παρ' αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι' όλον τον κόσμον η Σμάλτω.
Και τα γαλιά αυτά ακόμη η ιδία εφρόντισε και τα ανέπτυξε και τόρα από μηνός καθ' ημέραν τα συνώδευεν ευχαρίστως εις την βοσκήν. Πώς λοιπόν τόρα ήλλαξε τόσον έξαφνα ο χαρακτήρ της, και ο ίδιος ηπόρει. — Μα τι θες να κάμουμε 'ς το θεό σου! είπεν αίφνης, προσβλέπων αυτήν με ύφος, ενέχον εν ταυτώ ερώτησιν και οργήν. — Πααίνω εγώ 'ς το μύλο· εψιθύρισεν η Σμάλτω δειλώς, χαμηλώνουσα την κεφαλήν.
— Για πού; ηρώτησεν ο Στάθης απορών διά την αιφνιδίαν αυτήν εξέγερσιν της γυναικός του. — Πααίνω με τα γαλιά. — Κι' αν σουρίξη το φίδι; Η λυγερή εταράχθη εις την ανάμνησιν εκείνην, τόσον απροσδοκήτως και ασκόπως ριφθείσαν παρά του ανδρός της. Ησθάνθη αίφνης κάτι συσφίγγον την καρδίαν εις τα στήθη της, ως να εσταμάτησε διά μιας η κυκλοφορία του αίματος.
Και μετενόει ήδη διότι ετάραξε τόσον τον άνδρα της, ακαίρως επιμένουσα εις την άρνησίν της, ενώ ανεγνώριζε την ανάγκην. Έθεσεν ολίγον μελαψόν άρτον εντός μαλλίνου σακκιδίου, εκρέμασεν αυτό από του ώμου και κλειδώσασα την θύραν εξήγαγεν από του αχυρώνος τα γαλιά και ανεχώρησεν εις την βοσκήν. — Ο άι Νικόλας κι' ας με φυλάξη· εψιθύρισε, σταυροκοπουμένη.
Τα γαλιά θα εύρισκον και εκεί τροφήν όπως και αλλού, ώστε απεφάσισε να τον περιμείνη. — Δεν κάνω κούνημα ώστε νάρθη· εσκέφθη. Αίφνης γλουγλουκισμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της.
— Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.
Είτα κατέβη τον δρομίσκον προς τους αγρούς, κρατούσα μακρόν κάλαμον ανά χείρας, διά του οποίου περιόριζε τα γαλιά να μη διασπείρονται και διά φωνής σιγηλής και διαυγούς ανακράζουσα εις ήχον τραγουδιού: — Πόκοι, πόκοι· το γαλί, γαλί, γαλιά!. . . πόκοι, πόκοι· το γαλί, γαλί, γαλιά!. . .
Δεν ηδύναντο να εννοήσουν διατί έκοψεν αίφνης να συντροφεύη εις την βοσκήν τα γαλιά και ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των τας παραδοξοτέρας δι' αυτήν εικασίας. Εκτός όμως των ξένων ήρχισαν και η μήτηρ και η αδελφή του Στάθη να κρίνουν αυστηρώς την θεληματικήν αυτήν κάθειρξιν της λυγερής.
Τα γαλιά εφορεύοντα βάδην εμπρός, καμαρωτά, προτείνοντα το στήθος και ανατείνοντας την κεφαλήν, υπό την οποίαν εκυμαίνετο το λειρίον κατακόκκινον, ως δράγματα κερασίων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν