Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Εγονάτισε τότε μπροστά εις την Παναγίτσα μας, την Τριχειρούσα, κ' έκλαιεν: — Αρί, Λουξανιώ, πώς τάφησα το παιδάκι μου και μούφυγε! Πώς τώκαμα αυτοδά, αρί. Δεν το κρατούσες, αρί να μη φύγη το παιδάκι μου; Δεν το κρατούσα, μαθές! . . Κ' έκαμε μετάνοιαις εις την Παναγίτσα μας, κ' έκλαιε κλάματα κ' εφώναξε δυνατά: — Δεν μ' έπαιρνες κι' εμένα μαζί . . . Αλλ' επί τέλους επροδόθη ο ναύκληρος.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Κανένας δεν εγνώριζε πως τούτα είχα κρυμμένα και τα κρατούσα μυστικά• χαίρε! θα σε φιλήσω όμοια με τη μητέρα σου. Άρχισε από τώρα να τη γυρεύης• αν καμμιά απ' τους Δελφούς παρθένα εις το ναό σε άφησε, ή αν απ' την Ελλάδα. Ετούτα έχεις από με μαζύ κι' από το Φοίβο, που μέρος έλαβε κι' αυτός στην τύχη τη δική σου. ΣΚΗΝΗ ς'. ΙΩΝ. — ΚΡΕΟΥΣΑ εις τον βωμόν. — ΧΟΡΟΣ. ΙΩΝ Αλλοίμονο! αλλοίμονο!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εξέρχεται μετά προφυλάξεως εκ της οικίας της, κρατούσα λύχνον ανημμένον, τον οποίον τοποθετεί επί τινος λίθου και ομιλεί προς αυτόν: Ώ φως λαμπρό του λύχνου μου! — που στον τροχό τον πλάσανε, και ύστερα ψηλά ψηλά στο σπίτι τον κρεμάσανε! Λοιπόν το φως σου χύνε 'ς ό,τι μαζύ σου είνε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Δολίως όμως και ανάνδρως, αναξίως δε του Ατρέως. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Και ποίος θα με φέρη, μήτερ μου, εις τον βωμόν; Διότι δεν θέλω να με σύρουν από της κόμης βιαίως. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Εγώ θα έλθω μαζή σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Όχι, όχι συ. Δεν πρέπει. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Θα έλθω εγώ κρατούσα σε από των πέπλων. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Πείσθητι, μήτερ. Μείν' εδώ. Αυτό και διά σε και δι' εμέ είναι το καλλίτερον.

Η καπετάνισσα, ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους.

Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να σβύση το φως από την σάλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω πού θενά πλαγιάσης. Μετά τινας ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.

Η Σμάλτω έμενεν εις την θέσιν της εκείνην, ανακεκλιμένη επί των ποδών και ακίνητος, το βλέμμα απλανές κρατούσα επί του στάχυος, τας χείρας χαλαρωμένας κάτω και ακροωμένη.

Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής π ά ν α ν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας χύτρας.

Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν