United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν. — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!

Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια, μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη, μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν, μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω, 'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.

Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του. —Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!...

Υψηλός, ευρύστερνος, ηλιοκαής, με μαύρον μύστακα, με αδρά εν γένει χαρακτηριστικά και με δύο ή τρεις σειράς ρυτίδων εις το μέτωπον, Ηρακλής, γονυπετής προ των ποδών, μικροσώμου μάλλον, λιγυράς, εικοσιπεντατούς Ομφάλης!

Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο είς των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν· Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ. Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοή ότι τον ηρώτησαν τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.

Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας. — Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος. Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω.

Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . . Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες. Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν. — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση. — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Αν ήθελεν, από εκεί όπου εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.