United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις ημάς φαίνεται ακατανόητον ένα έγκλημα τόσον ωμόν· αλλ' αι σκέψεις μας και τα αισθήματά μας εξημερώθησαν από χριστιανοσύνην δέκα οκτώ αιώνων, και τοιαύται πράξεις δεν είναι πρωτοφανείς εν τη ιστορία των ειδολολατρών δεσποτών και του αρχαίου κόσμου.

Εκείνο δε το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο παράδοξον και ακατανόητον είνε ότι, ενώ ωμίλουν περί ενός δημιουργού του παντός, δεν εξήγουν ούτε πόθεν ήλθεν ούτος, ούτε που εστέκετο και κατεσκεύαζε τα καθέκαστα, αφού προ της γενέσεως του παντός αδύνατον να εννοηθή χρόνος και τόπος. ΦΙΛ. Φαίνεται, Μένιππε, ότι είνε πολύ τολμηροί εις τα τερατολογήματα αυτοί οι σοφοί.

Είταν όνειρο πως ερωτεύτηκα, πως παντρεύτηκα και πως απόχτησα παιδιά ; Είταν όνειρο πως στάθηκα ευτυχισμένος και δυστυχισμένος όσο δε λέγεται; Είταν όνειρο, ή τα έζησα πράγματι όλα αυτά, όλα αυτά που φαίνουνται πως μου σκεπάζουν κάθε άλλο περιστατικό από την ανθρώπινη ζωή, που είδα στον ορίζοντά μου; Τώρα μου φαίνεται πως στέκω μ' έναν ακατανόητον τρόποόχι απάνω, κάθε άλλο παρά απάνωαλλά μακριά απ' όλα αυτά και το μόνο που με φτάνει είναι ένας τόνος ευλαβητικός και τόσο εκστατικός, που ούτε αυτή η μουσική δε θα μπορούσε να τον εκφράση μ' αισθητόν τρόπο.

Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού μετώπου της, είπεν: — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου». Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον. Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.

Και όμως είχον παρέλθει μακρά έτη, και η εντύπωσις αυτής εσώζετο εισέτι, και διηγείρετο εκάστοτε ακμαία εις πάσαν πρόκλησιν. Εντεύθεν εξηγείται ο τρόμος αυτής ενώπιον της δεσποτικής απαιτήσεως της Σιξτίνης. Αύτη πάλιν βλέπουσα τον ακατανόητον τούτον φόβον της νέας ησθάνετο την περιέργειάν της ερεθιζομένην.

Επανειλημμένως μετά την ηρωικήν εκστρατείαν του, η οποία κατέληξεν εις την οικίαν του Θωμά και εις την λογομαχίαν του με τον Στρατήν, συνηντήθη με τον Τερερέν, αλλά δεν απετόλμησε να εκτελέση τας αποφάσεις του. Το βλέμμα του μάγου του έφερεν ακατανόητον ατολμίαν.

Και πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, είναι ακατανόητον με ποίαν απόδειξιν θα ημπορέσωμεν να το αποδείξωμεν, διότι όλα ανταποκρίνονται και εις τας δύο περιπτώσεις ως να αντιστρέφουν. Διότι και αυτά τα οποία λέγομεν τόρα, δεν είναι διόλου δύσκολον να ιδούμεν ότι τα λέγομεν και εις τον ύπνον μας. Και πάλιν, όταν εις το όνειρον βλέπομεν ότι διηγούμεθα, είναι πολύ δυσδιάκριτος η ομοιότης τούτων με εκείνα.

Τοιουτοτρόπως διά του Ερυξιμάχου ο Έρως, από του ψυχολογικού επιπέδου εις το οποίον εφαίνετο τείνων να περιορισθή μέχρις αυτού, ευρύνεται τόρα πολύ, τείνει, μέσα εις κάποιον ημίφως μυστικοπαθείας τρόπον τινά, όπου ο ακροατής παύει να βλέπη καθαρά τα πράγματα και, μόλις διακρίνει σκιάς παρασυρομένας εις ένα ακατανόητον χορόν ερωτικής μέθης, να περιλάβη ολόκληρον τον φυσικόν και τον ηθικόν κόσμον.

Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ• διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν. 3.

Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο είς των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν· Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ. Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοή ότι τον ηρώτησαν τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.